Με αφορμή την ανακοίνωση των μέτρων για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας και τα σχόλια που έχουν προκαλέσει, θα ήθελα να τονίσω πως ο μόνος τρόπος για να αξιολογηθούν σωστά είναι η πιστή εφαρμογή τους για ικανό χρονικό διάστημα. Η Κυβέρνηση δεν έφερε κάτι καινούργιο αλλά ανακυκλώνει μια σειρά από μέτρα που δυστυχώς και η ίδια δεν εφάρμοσε έως τώρα.

Θυμίζω πως το 2011, στο πλαίσιο της τότε προσπάθειας εξυγίανσης του ελληνικού αθλητισμού από φαινόμενα παθογένειας, όπως η βία, το ντόπινγκ και οι στημένοι αγώνες, συνεργαστήκαμε στενά τρία Υπουργεία (Πολιτισμού και Τουρισμού, Δικαιοσύνης, Προστασίας του Πολίτη) καθώς και με την ΟΥΕΦΑ, ώστε να συντάξουμε και να καταθέσουμε το 2012 στη Βουλή τον νόμο 4049/2012.

Σε αυτόν προβλέπονταν, μεταξύ άλλων, μια σειρά από μέτρα, προκειμένου να ρυθμιστεί η λειτουργία των λεσχών οπαδών. Συγκεκριμένα:
– Οι λέσχες οπαδών συνδέονταν με τα αντίστοιχα σωματεία, τα οποία ήταν υπεύθυνα για την αδειοδότηση και την εποπτεία τους.
– Οι λέσχες θα έπρεπε να τηρούν μητρώα μελών και να εκδίδουν αντίστοιχα ταυτότητες μελών, λαμβάνοντας υπόψη και το ποινικό τους μητρώο.
– Οι λέσχες όφειλαν να τηρούν βιβλία εσόδων-εξόδων και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων ύποκειντο σε έλεγχο πόθεν έσχες των περιουσιακών τους στοιχείων.

Σας θυμίζουν κάτι τα μέτρα αυτά; Είναι παρόμοια με όσα ανακοινώθηκαν από τους αρμόδιους υπουργούς. Γιατί δεν πέτυχαν τότε; Διότι (όπως και σε πλήθος άλλων περιπτώσεων) δεν υπήρξε συνέχεια στο κράτος και καθώς άλλαξε η Κυβέρνηση ουσιαστικά δεν εφαρμόστηκαν ποτέ ώστε να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητά τους.

Η αλήθεια είναι ότι δεν τρέφαμε αυταπάτες πως με νομοθετικές ρυθμίσεις θα εξαλείφαμε τα φαινόμενα βίας στον αθλητισμό. Ο στόχος μας ήταν να τεθούν κανόνες και να περιοριστούν οι παθογένειες.

Ακόμη κι αν οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονταν για μια δεκαετία, ενδεχομένως να μην αποτρέπαμε «τυφλές» δολοφονικές επιθέσεις, όπως αυτή που οδήγησε στον θάνατο του Άλκη. Όμως, σίγουρα δεν θα επέτρεπαν στις λέσχες οπαδών να λειτουργούν ως σημεία συγκέντρωσης παραβατικών στοιχείων και «στρατολόγησης» νέων παιδιών σε συμμορίες. Σίγουρα δεν θα επέτρεπαν σε εγκληματίες να δρουν και να καπηλεύονται τα σύμβολα και την ιστορία αθλητικών σωματείων, που έχουν ξεχωριστή θέση στην κοινωνία μας. Και σίγουρα πρέπει να καταλήξουμε σε μια συνεννόηση όλες οι πολιτικές παρατάξεις ώστε να εφαρμοστεί απαρέγκλιτα ένα σχέδιο αντιμετώπισης της οπαδικής βίας για να περιοριστεί το φαινόμενο και να ξαναδούμε τον αθλητισμό ως χαρά και ως κομμάτι του πολιτισμού μας.