Για το νομοσχέδιο του Κινηματογράφου (μέρος α΄)

Για το νομοσχέδιο του Κινηματογράφου (μέρος β΄)

Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

θα συμφωνήσω με αρκετούς ομιλητές που ανέφεραν ότι την ώρα που συμβαίνουν τόσα πολλά και δύσκολα πράγματα στην κοινωνία μας, την ώρα που οφείλουμε να πάρουμε τόσο δύσκολες αποφάσεις, πολλοί μπορεί να μην μπορούν να κατανοήσουν ακριβώς για ποιο λόγο μιλάμε για τον πολιτισμό.

Θα επιδιώξω να αποδείξω ότι είναι πραγματικά σημαντικό να μιλάμε σήμερα για τον πολιτισμό και ότι εάν δεν το κάναμε, η κοινωνία μας θα ήταν φτωχότερη.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η δύναμη αυτού του Κοινοβουλίου επαφίεται στη δυνατότητά μας να ανταποκρινόμαστε έγκαιρα στις ανάγκες του πολίτη, βεβαίως, μέσα από τις ιδεολογικές προτεραιότητες που ο καθένας μας προτάσσει, αλλά και με μία διάθεση επίλυσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει.

Στη σημερινή επί της αρχής συζήτηση, θα μείνω επί της αρχής του νομοσχεδίου, διότι οι αρχές αυτού του νομοσχεδίου έχουν για όλους τεράστια σημασία.

Ο κίνδυνος, όμως, σε τέτοιες συζητήσεις είναι να γίνουν τόσο αόριστες, που δίνουν την εντύπωση ότι δεν αφορούν τον πολίτη. Συχνά ο κόσμος μας ακούει και αισθάνεται ότι συζητούμε μέσα σε μία γυάλα, αποκομμένοι από την πραγματικότητα που εκείνος βιώνει.

Θα προσπαθήσω να αποφύγω αυτήν την παγίδα, μιλώντας για ένα συγκεκριμένο πολίτη. Το όνομά της είναι Αθηνά. Είναι ένας από τους νέους δημιουργούς της πατρίδας μας. Είναι μία νέα γυναίκα, που ανακάλυψε ότι έχει ταλέντο να κάνει ποιοτικές κινηματογραφικές ταινίες, οι οποίες και έχουν βραβευθεί σε διάφορες χώρες του κόσμου.

Εκτός από ταλαντούχος καλλιτέχνης είναι και ένα πολύ ανήσυχο πνεύμα. Οι ταινίες της μιλούν για τον έρωτα, για την οικογένεια, για τις σχέσεις των ανθρώπων. Προβληματίζουν και συχνά σοκάρουν, αλλά δεν φοβούνται να αναδείξουν θέματα που η κοινωνία μας τα αποφεύγει και τα φέρνει στο τραπέζι για να τα συζητήσουμε. Μέσα από την τέχνη της η Αθηνά δεν χαϊδεύει. Θα έλεγα μάλιστα ότι η τέχνη της δαγκώνει.

Εκτός των άλλων, η Αθηνά είναι και πρέσβειρα για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό και θα έλεγα γενικότερα για την πατρίδα μας. Όπου βρεθεί και όπου σταθεί, τη ρωτούν για την Ελλάδα, για την κρίση, για τον κινηματογράφο και για τον πολιτισμό στη χώρα μας.

Εκείνη μιλάει για μία νέα Ελλάδα που παλεύει να γεννηθεί, για τους νέους που θέλουν να δημιουργήσουν, για το ταλέντο που υπάρχει άφθονο στη χώρα μας. Μιλάει για τον Φίλιππο, τον Σύλλα, για το Γιώργο, τους οποίους θα μπορούσε να ανταγωνίζεται. Αλλά μιλάει γι’ αυτούς, λες και είναι ήρωες μέσα στην ίδια περιπέτεια. Ο λόγος που τους κατονομάζω, είναι ότι συχνά ξεχνάμε ότι οι αποφάσεις που παίρνουμε εδώ, αλλάζουν τη ζωή πραγματικών ανθρώπων. Ένα τέτοιο νομοσχέδιο αυτό προσπαθεί να κάνει.

Η Αθηνά, όμως, δεν είναι μόνο ένας σκεπτόμενος καλλιτέχνης ή πρέσβειρα του σύγχρονου πολιτισμού μας. Η Αθηνά είναι και εργοδότης. Κόβει μισθοδοσία, προσλαμβάνει και απολύει, προωθεί και διαφημίζει, επενδύει και ρισκάρει.

Εάν στο μυαλό σας εργοδότης είναι συνήθως άνδρας, καθισμένος πίσω από ένα γραφείο, τότε θα δυσκολευτείτε να δείτε την Αθηνά σαν έναν άνθρωπο που συμβάλλει άμεσα στην αύξηση του ΑΕΠ και στη μείωση της ανεργίας. Όμως, το κάνει και αξίζει το σεβασμό μας που τα καταφέρνει.

Η πολιτεία έχει κάθε λόγο να βοηθήσει το έργο της Αθηνάς, όχι μόνο γιατί έχει σημαντική πολιτιστική αξία, αλλά διότι έχει και επιχειρηματική. Η βοήθεια που θέλουμε να της προσφέρουμε, στο επιχειρηματικό τουλάχιστον μέρος της δουλειάς της, λίγο διαφέρει από τη βοήθεια που προσφέρουμε στους ξενοδόχους ή στους ιχθυοτρόφους ή ακόμα και σε εφοπλιστές που εξυπηρετούν συγκεκριμένες γραμμές.

Αλλά παρ’ ότι θέλουμε και έχουμε ταχθεί να βοηθήσουμε την Αθηνά, πολύ λίγα από τα χρήματα τα οποία έχουμε εντάξει στον κινηματογράφο, φθάνουν ποτέ στην παραγωγή. Για την ακρίβεια λιγότερο από 1 στα 5 ευρώ που δίνουμε στον κινηματογράφο, φθάνουν στους ανθρώπους που δημιουργούν σήμερα αυτήν την τέχνη ή αυτήν την οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα δεν ξεκίνησαν με πρόθεση να χαθούν στο δρόμο, αλλά αυτό έγινε.

Είπαμε ότι θα αφιερώσουμε χρήματα, για να βρούμε νέους δημιουργούς και στην πορεία έγιναν λειτουργικά έξοδα οργανισμών. Είπαμε ότι θα αφιερώσουμε χρήματα για να φέρουμε σε επαφή τους καλλιτέχνες με τους γίγαντες του παγκόσμιου κινηματογράφου, και έγιναν φιέστες αμφίβολης αισθητικής και σίγουρης αναποτελεσματικότητας. Και είπαμε ότι θα αφιερώσουμε χρήματα για να προωθήσουμε τις ελληνικές ταινίες, και στην πραγματικότητα τα δώσαμε σε σουίτες ξενοδοχείων.

Η Αθηνά δυσκολεύτηκε πέρσι να βρει χρήματα για να κάνει κόπιες στις ταινίες και να τις στείλει στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ της Βενετίας. Για όσους ξέρουν κινηματογράφο, γνωρίζουν τι σημαίνει αυτό.

Αυτό και μόνο δείχνει ότι ενώ ο λόγος μας σέβεται το έργο της, οι πράξεις μας το απαξιώνουν. Εκεί εστιάζεται και η δυσκολία των πολιτών να καταλάβουν ότι μέσα σ’ αυτό το Κοινοβούλιο γίνεται αξιέπαινο έργο.

Έτσι, λοιπόν, όταν ξεκινήσαμε να δουλεύουμε το νομοσχέδιο, βάλαμε τρεις στόχους. Πρώτα απ’ όλα, θέλαμε να αυξήσουμε τα χρήματα που πηγαίνουν στην παραγωγή. Ξεκινήσαμε με το φορολογικό νομοσχέδιο, που περάσαμε για πρώτη φορά γενναία φορολογικά κίνητρα για επενδύσεις στον κινηματογράφο. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι μία σημαντική αύξηση κονδυλίων θα έρθει από εκεί.

Σημαντική ενίσχυση προς την παραγωγή θα υπάρξει μέσα από άλλα μέτρα που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο, κυρίως μέσα από την ανακατανομή των υπαρχόντων κονδυλίων, με την ορθότερη αξιοποίηση των πόρων που συμβάλλουν καθοριστικά, με τη διαφάνεια και τη λογοδοσία που απαιτούμε από τους οργανισμούς που ασχολούνται με την καθημερινή άσκηση της πολιτικής μας για τον κινηματογράφο, με απλούστερες, καθαρότερες δομές και ενισχυμένους ελεγκτικούς μηχανισμούς.

Το δεύτερο που είπαμε είναι ότι θέλουμε να αυξήσουμε τις πηγές των χρημάτων, τα κανάλια μέσα από τα οποία φθάνουν τα χρήματα στον κινηματογράφο. Βάλαμε στο παιγνίδι πολύ πιο ουσιαστικά τους ιδιώτες, τα τηλεοπτικά κανάλια, τα συνδρομητικά, τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας, αλλά και τη δημόσια τηλεόραση. Δημιουργήσαμε μηχανισμούς για την προσέλκυση ξένων παραγωγών.

Αυτό, όμως, που θα πρέπει να λογίζεται ως το πιο σημαντικό, είναι ότι «ξεδοντιάσαμε» τη γραφειοκρατία που τόσο καιρό εγκλώβιζε κονδύλια στους μηχανισμούς της πολιτείας και τα κατευθύναμε στην παραγωγή. Αυτό, από μόνο του, είναι μία τομή στον τρόπο που γίνονταν τα πράγματα μέχρι σήμερα.

Θα ήθελα να αναφερθώ σε μερικά ακόμα ζητήματα που άπτονται της συζήτησης επί της αρχής. Το πρώτο αφορά την παράλειψη από το νομοσχέδιο κάποιων αξιόλογων θεσμών -το ανέφεραν και κάποιοι ομιλητές εδώ πέρα- που συμπληρώνει την εικόνα του ελληνικού κινηματογράφου πρώτα στην κινηματογραφική παιδεία. Είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Είναι, όμως, μια δουλειά που πρέπει να γίνει με το Υπουργείο Παιδείας, ενταγμένη μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.

Ακόμα το νομοσχέδιο δεν αναφέρει την Ταινιοθήκη, το ιστορικό Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, καθώς και τις κινηματογραφικές λέσχες. Κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Έπρεπε, όμως, να τραβήξουμε τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ νομοθετικού πλαισίου και πολιτιστικής πολιτικής.

Πολλές φορές στο παρελθόν η νομοθετική διαδικασία οδηγούσε σε αναφορές οι οποίες είτε δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν είτε παρέμεναν έωλες σε ό,τι αφορά τις ευθύνες που δημιουργούσαν είτε στην πολιτεία είτε στους φορείς που αναφέρονταν. Ήταν θέμα αρχής το νομοσχέδιο να μην αναφέρεται σε φορείς και θεσμούς με τους οποίους η πολιτεία δεν έχει μία ξεκάθαρη και αμφίδρομη σχέση. Έχουμε ήδη δεσμευθεί να προχωρήσουμε άμεσα σε περαιτέρω διάλογο με αυτούς τους φορείς για να βρεθεί κατάλληλη λύση για τη βιωσιμότητα και την ανάπτυξή τους.

Ένα άλλο ζήτημα που προκάλεσε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση κατά τη διάρκεια της διαβούλευσης είναι ότι δεν συμπεριλήφθηκε αναφορά σε οποιαδήποτε μορφή κρατικών βραβείων. Σήμερα αναζητούμε το συλλογικό φορέα που θα κάνει τη διαδικασία επαρκώς δημοκρατική και διάφανη. Υπάρχουν προτάσεις πάνω στο τραπέζι και θα θέλαμε να τις δούμε να υλοποιούνται. Όμως, δεν θα νομοθετήσουμε υπέρ μιας συγκεκριμένης λύσης. Θα συνεργαστούμε με όποιον μας πείσει για τη φερεγγυότητά του και τη δυνατότητά του να εκπροσωπεί το χώρο.

Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στην απόφασή μας ο Υπουργός να είναι υπεύθυνος για την επιλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου ενός οργανισμού. Αυτό έγινε για δύο λόγους και οι δύο λόγοι είναι θέμα αρχής. Ο πρώτος αφορά τη διαδικασία χρηματοδοτήσεων και βραβεύσεων στο παρελθόν. Στο παρελθόν είχε απαξιωθεί, διότι ο βραβευμένος μιας χρονιάς γινόταν κριτής στην επόμενη και ο χρηματοδότης μιας χρονιάς γινόταν χρηματοδότης στην επόμενη. Αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα αν τα χρήματα ήταν χρήματα ενός φορέα ή ενός οργανισμού, αλλά ήταν τα χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου. Σαν αποτέλεσμα, στην πλάτη του Έλληνα φορολογούμενου γινόταν μία συναλλαγή που λίγο είχε να κάνει με την επιβράβευση της ποιότητας και περισσότερο με αλληλοϋποχρεώσεις που μέσα από τα χρόνια διογκώθηκαν. Έπρεπε, επιτέλους, να βάλουμε ένα τέλος σε αυτήν τη συναλλαγή.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο πήραμε αυτήν την απόφαση ήταν, επίσης, θέμα αρχής. Όπως είπα, τα χρήματα που διαχειρίζονται οι φορείς είναι κυρίως χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου και ως γνωστόν, γι’ αυτά τα χρήματα λογοδοτεί ή θα έπρεπε να λογοδοτεί ο εκάστοτε Υπουργός. Δεν γινόταν αυτό. Μέσα από ένα περίπλοκο σχήμα Υπουργών, γενικών γραμματέων, γενικών συνελεύσεων, προεδρείων, διοικητικών συμβουλίων, κάπου εκεί η ευθύνη χανόταν.

Αν ρωτήσει σήμερα ποιος ευθύνεται που το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οφείλει πάνω από 6 εκατομμύρια ευρώ, κανείς δεν θα σηκώσει το χέρι του. Ο ένας θα δείχνει τον άλλο. Στην ευθύνη στα εύκολα και ανευθυνότητα στα δύσκολα είναι η φόρμουλα που εξασφαλίζει την αδιαφάνεια και την απουσία λογοδοσίας.

Και για να απαντήσω και στον κ. Ψαριανό και σε άλλους συναδέλφους οι οποίοι το ανέφεραν, θα πω ότι εδώ δεν είναι θέμα καλού ή κακού Υπουργού, αλλά θέμα υπεύθυνου ή ανεύθυνου Υπουργού. Και τουλάχιστον τώρα θα κρίνεται από αυτά τα οποία θα βλέπει ο πολίτης.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επιμένω στο θέμα της ευθύνης, διότι πιστεύω ότι είναι κομβικό. Είναι φυσιολογικό και καμμιά φορά θεμιτό να τη διαχέουμε σε φορείς. Όταν αυτό γίνεται σωστά, αυξάνει τον έλεγχο και τη λογοκρισία, αυξάνει την πολυφωνία και τη δημοκρατικότητα. Όταν, όμως, γίνεται λάθος, οδηγεί στην αποποίηση ευθυνών και βοηθά τη συγκάλυψη. Σε ένα επίπεδο αυτό οδηγεί στη σπατάλη και τη διαφθορά. Σε ένα άλλο επίπεδο, όμως, οδηγεί σε κάτι πολύ πιο επικίνδυνο. Εκεί που τα παιγνίδια εξουσίας αφήνουν κενά και επικαλύψεις, ο πολίτης εισπράττει γραφειοκρατία και αναποτελεσματικότητα. Για την Αθηνά, αλλά και κάθε Έλληνα δημιουργό, η δική μας πολιτική ανευθυνότητα μεταφράζεται σε μία φράση που φαντάζομαι ότι έχει ακούσει πολλές φορές στη ζωή της και την ανέφερε και ο Πρωθυπουργός στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης: «Όχι, αυτό δεν γίνεται».

Δεν υπάρχει κόμμα εκπρόσωπος του οποίου να μην έχει αναφερθεί στο μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας, την απελπισία των νέων και τη νέα μετανάστευση, την πεποίθηση των νέων ότι δεν θα έχουν την ευκαιρία να δημιουργήσουν αυτό που ονειρεύονται στην Ελλάδα ή ότι για να το δημιουργήσουν, θα πρέπει να πάνε σε άλλη χώρα, την πεποίθηση ότι πράγματι, στην Ελλάδα τίποτα δεν γίνεται. Αλήθεια, πόσους ακόμα νέους Έλληνες δημιουργούς, επιστήμονες ή επιχειρηματίες, έχουμε την πολυτέλεια να χάσουμε; Πόσοι ακόμα πρέπει να απελπισθούν μέχρι εμείς να πάρουμε την απόφαση να αλλάξουμε;

Σαν πρέσβειρα όπου πάει η Αθηνά μιλάει για την Ελλάδα, για την κρίση και τι κάνουμε για να βγούμε από αυτήν, για τα ταλέντα που γεννιούνται στην Ελλάδα και τον αγώνα που δίνουν για να αντιμετωπίσουν τις αντιξοότητες της κοινωνίας. Αυτά λέει εκείνη.

Συχνά, όμως, αυτά που ακούει είναι διαφορετικά. Ακούει για κράτη που έχουν εκτιμήσει και σέβονται τη δουλειά των νέων δημιουργών, τόσο σαν καλλιτέχνες όσο και σαν επιχειρηματίες, για κράτη που τους προωθούν και τους στηρίζουν με κάθε μέσο, σε κάθε ευκαιρία και για κράτη των οποίων οι δημόσιες υπηρεσίες είναι και περήφανες να έχουν βοηθήσει μία νέα δημιουργό να αναδείξει το έργο της. Προφανώς, ξέρει ότι δεν είναι όλες οι χώρες έτσι. Όμως, αναρωτιέται τι στερείται η δική μας για να πετύχει το ίδιο. Αναρωτιέται τι θα χρειαστεί, το «δεν γίνεται» για να γίνει «ναι, γίνεται». Και η απάντηση είναι: «Όχι πολλά».

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτό που χρειάζεται είναι κάποιος να αναλάβει την ευθύνη και το κόστος της αλλαγής. Διότι η αλλαγή έχει κόστος και είναι άμεσο -νομίζω ότι δεν υπάρχει ούτε ένας ομιλητής που μίλησε σήμερα, που να μην το ένιωσε αυτό τις τελευταίες εβδομάδες- ενώ τα κέρδη αντιθέτως έρχονται πολύ αργότερα και κανείς μα, κανείς δεν θυμάται γιατί ήρθαν.

Όμως, πριν αποχαιρετήσουμε άλλους νέους δημιουργούς, είναι σημαντικό κάποιος να αναλάβει την ευθύνη και να αλλάξει τα πράγματα, να πει ότι «ναι, γίνεται». Και σας καλώ να την αναλάβουμε σήμερα μαζί, ψηφίζοντας αυτό το νομοσχέδιο.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όλοι μας κάπου χρωστάμε ένα «ναι, γίνεται». Ίσως το χρωστάμε στην Αθηνά και στη γενιά της. Όταν καταθέσαμε αυτό το νομοσχέδιο στη Βουλή, θέλαμε να ήμαστε σίγουροι ότι είχαμε κάνει ό,τι μπορούσαμε για να ανοίξουμε ένα νέο δρόμο δημιουργίας, ένα νέο δρόμο αναγνώρισης και τελικά, ένα νέο δρόμο προσωπικής εκπλήρωσης. Θα φανεί στο χρόνο αν πετύχαμε το στόχο μας. Ίσως το «ναι, γίνεται» το χρωστάμε στις προηγούμενες γενιές που υπέφεραν και τελικά δεν κατάφεραν ποτέ να πετύχουν αυτά τα οποία είχαν οραματισθεί. Σίγουρα, όμως, χρωστάμε ένα «ναι, γίνεται» στις γενιές που έρχονται. Διότι, αν τα καταφέρουμε, αυτός ο τόπος που τόσα έχει να αναδείξει, θα μπορέσει επιτέλους να αναδείξει και ό,τι πιο αξιόλογο έχει. Και αυτό είναι οι άνθρωποί του.

Αν καταφέρουμε να αλλάξουμε τα πράγματα, αυτή η χώρα μπορεί να γίνει ένας παράδεισος δημιουργίας για όλους εκείνους που θέλουν να δημιουργήσουν, ένας παράδεισος μάθησης για αυτούς που θέλουν να σπουδάσουν και θέλουν να εξασκήσουν την επιστήμη τους και ένας παράδεισος επιχειρηματικότητας γι’ αυτούς που θέλουν έτσι να εκφράσουν το δημιουργικό τους πνεύμα. Και από αυτό θα καταφέρουμε να εξασφαλίσουμε ότι οι επόμενες γενιές δεν θα είναι οι γενιές του καναπέ και του κυνισμού, αλλά οι γενιές της φαντασίας, της αναζήτησης και της δημιουργίας.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όλοι μας κάπου χρωστάμε ένα «ναι, γίνεται». Και εγώ προσωπικά το χρωστώ στις κόρες μου.

Σας ευχαριστώ πολύ.