Την προηγούμενη εβδομάδα πάγωσαν και οι δύο. Στην Ελλάδα, το κόστος σε καθυστερήσεις μετακινήσεων ήταν σημαντικό, αλλά δεν είχε καμία σχέση με την κοινωνική αποσύνθεση που συνόδευσε την παράλυση της κρατικής μηχανής στο Τέξας. Πολύ δικαιολογημένα ξεκίνησε και στις δύο χώρες μια συζήτηση γύρω από τον ρόλο των ιδιωτών και την αγορά παροχής υπηρεσιών που είναι απαραίτητες για την επιβίωσή μας. Οι άνθρωποι που πιστεύουν σε ένα κράτος που ελέγχει την αγορά μίλησαν κατά των ιδιωτών. Οι άνθρωποι που βλέπουν το άνοιγμα των αγορών ως φυσική εξέλιξη της κοινωνίας, τους δικαιολόγησαν λέγοντας ότι αυτά συμβαίνουν μόνο κάθε δέκα χρόνια. Το ίδιο ισχυρίστηκε και η κυβέρνηση για την Εθνική Οδό

Και οι δύο έχασαν την ουσία της συζήτησης. Η συζήτηση πάνω στον άξονα μεγάλο – μικρό κράτος ή δημόσιες – ιδιωτικές υπηρεσίες έχει μετατοπιστεί από αυτό που παραδοσιακά γνωρίσαμε. Διότι ξέρουμε ότι όλες οι πολιτικές παρατάξεις, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, έχουν αξιοποιήσει το δόγμα που πιστεύουν για δικό τους όφελος. Από τις προσλήψεις στα διόδια μέχρι τα δις των Τεξανών πετροδολαρίων, το πολιτικό σύστημα ξέρει να απομυζεί αυτόν που τελικά κερδίζει από τις αποφάσεις του.

Αυτό που πρέπει να αφορά όλους μας είναι η ποιότητα των υπηρεσιών που μας παρέχεται και ο κοινωνικός, πολιτισμικός, και οικονομικός πλούτος που παράγεται σε σχέση με το κόστος που πληρώνουμε. Τόσο το ορατό και άμεσο όσο και το κρυμμένο και έμμεσο.

Για αυτό η συζήτηση αυτή δεν πρέπει να εστιαστεί στους ιδιώτες που όντων απέτυχαν, ούτε στους πολιτικούς που διαχειρίζονται σήμερα την αποτυχία των ιδιωτών για να μας δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Αλλά στους πολιτικούς που ανοίγουν καθημερινά αγορές, τους λόγους που το κάνουν και τους όρους με τους οποίους αφήνουν ιδιώτες να τις ελέγχουν. Διότι αν οι πολιτικοί έκαναν σωστά τη δουλειά τους την ώρα που ανοίγουν αγορές, ούτε εμείς θα μέναμε εγκλωβισμένοι, ούτε το Τέξας θα πάγωνε.

Για να είμαστε λοιπόν δίκαιοι προς όλους, το σωστό ερώτημα είναι: «Γιατί οι πολιτικοί μας δεν έβαλαν αυστηρούς όρους για συνθήκες που συμβαίνουν κάθε 10 χρόνια όταν τα συμβόλαια που υπέγραψαν είναι πολύ πιο μακρόχρονα;» Ή πιο γενικά, τι οδηγεί πολιτικούς να κάνουν φθηνότερες συμβάσεις που υπολογίζουν το άμεσο ορατό όφελος του πολίτη και όχι το κρυμμένο και μακροπρόθεσμο κόστος;

Ο βασικός λόγος είναι ότι ο κύριος στόχος των πολιτικών μας που ανοίγουν αγορές δεν είναι ούτε η εξυπηρέτηση του πολίτη ούτε η δημιουργία κοινωνικού, πολιτισμικού και οικονομικού πλούτου. Είναι η ενίσχυση του δημόσιου (στην καλύτερη περίπτωση) ή του προσωπικού τους ταμείου (στη χειρότερη). Και τα δύο είναι προς άμεσο ή έμμεσο όφελός τους και όχι προς όφελός μας. Θα μου πείτε: «Δεν υπάρχει περίπτωση να εξυπηρετηθούν οι πολίτες και να γεμίσουν τα ταμεία όπως στην ιδιωτικοποίηση του Ελ. Βενιζέλος που είναι παράδειγμα εξυπηρέτησης πελατών σε σχέση με το Ελληνικό;». Και βέβαια μπορεί. Αλλά δεν είναι όλες οι συμβάσεις όσο καλή ήταν του Ελ. Βενιζέλος. Και ακόμα και αυτή η σύμβαση έχει σημαντικά κρυμμένα κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά κόστη.

Διότι για 10 – 15 χρόνια το Ελ. Βενιζέλος ήταν το 2ο ακριβότερο αεροδρόμιο της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει σημαντικά η έλευση των low cost carriers στην Αθήνα, πλήττοντας τον τουρισμό της πόλης για μια δεκαετία τουλάχιστον. Για να μην μιλήσουμε για την αποτυχία του να γίνει hub σε σχέση με το αεροδρόμιο την Κωνσταντινούπολης και ό,τι σημαίνει αυτό για την εθνική και τοπική οικονομία.

Γι’ αυτό μίλησα για πολιτισμικό και κοινωνικό πλούτο, άμεσο και έμμεσο, ορατό ή κρυμμένο, δίπλα στον οικονομικό. Χωρίς τα άλλα, το τελευταίο παραμένει πλασματικό.

Πρόσφατα, όλο και περισσότερο ακούγονται φωνές που ζητούν να βάλουμε στο επίκεντρο της πολιτικής τον άνθρωπο και όχι την οικονομία. Εννοούν να βλέπουμε το κόστος και το όφελος μέσα από την κοινωνία και όχι μόνο μέσα από τους προϋπολογισμούς, το ΑΕΠ και το χρέος. Κάποιοι το θεωρούν λαϊκισμό και κάποιοι το θεωρούν ανέφικτο μιας που μιλάμε για άυλα κέρδη και ζημιές. Όμως δεν είναι. Για δύο λόγους:

Πρώτον, διότι πολιτικά σε μια δημοκρατία έχουμε ηθικό χρέος να αντιλαμβανόμαστε όλες τις πτυχές των αποφάσεων που παίρνουμε, ακόμα και αν δεν μπορούμε να τις ποσοτικοποιήσουμε άμεσα, και να τις κάνουμε ξεκάθαρες ειδικά όταν αποφασίζουμε να ανοίξουμε αγορές. Δεύτερον, διότι τώρα πλέον μπορούμε.

Μπορούμε, σε μεγάλο βαθμό, να ποσοτικοποιήσουμε το όφελος και το κόστος κάθε πολιτικής απόφασης. Και όποιος δεν γνωρίζει ή κάνει ότι δεν γνωρίζει ότι αυτό ισχύει, ενώ επιμένει να δικαιολογεί τα αδικαιολόγητα, τότε ή περιμένει να γεμίσει το ταμείο του ή δεν είναι όσο τεχνοκράτης έχει πείσει τον εαυτό του ότι είναι.