Αλλάξτε τις ρυθμίσεις των cookies για να δείτε το video

Πρωτολογία στην επίκαιρη ερώτηση δεύτερου κύκλου του Βουλευτή του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού κ. Γεωργίου Ανατολάκη, σχετικά με το βιβλίο που προτάθηκε για βράβευση από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου

Κύριε συνάδελφε, δεν είναι η πρώτη φορά και φαντάζομαι δεν θα είναι η τελευταία που έρχομαι στη Βουλή να απαντήσω σε μια ερώτηση του ΛΑΟΣ, που αμφισβητεί τη δυνατότητα της Κυβέρνησης να κρίνει τι είναι ακίνδυνο και τι είναι επικίνδυνο για τον ελληνισμό και για την Ελλάδα. Η ανησυχία σας, όμως, δεν έχει βάση και αυτό το έχει αποδείξει και η ψήφος του ελληνικού λαού, ο οποίος εμπιστεύθηκε το ΠΑΣΟΚ να κρίνει για το ποια είναι τα συμφέροντα της χώρας μας.

Εκτός βέβαια αν δεν συμφωνείτε εσείς με αυτήν την άποψη, αν θεωρείτε, δηλαδή, ότι ένα κόμμα του ελληνικού Κοινοβουλίου είναι το μόνο που έχει τη δυνατότητα να ορίζει τι είναι εθνικό, τι είναι πατριωτικό και ακόμα χειρότερα τι δεν είναι εθνικό ή πατριωτικό. Εκτός αν πιστεύετε ότι μία μειοψηφία του ελληνικού Κοινοβουλίου είναι η μόνη που ανησυχεί, η μόνη που στεναχωριέται με αυτό που συμβαίνει στην Κύπρο και η μόνη που ανησυχεί γι’ αυτό που συμβαίνει στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, για παράδειγμα. Ή αν θεωρείτε ότι είστε το μόνο κόμμα που μπορεί να ορίζει τι είναι ιστορία και τι είναι μυθιστόρημα. Ευτυχώς, ειδικά για το τελευταίο, υπάρχουν και λεξικά τα οποία μπορούν να πουν τι είναι μυθιστόρημα, τι είναι ιστορία, και πώς μπορεί κανείς να δει τη διαφορά μεταξύ των δύο.

Με την επίκαιρη ερώτησή σας μας δίνεται η ευκαιρία να πούμε δυο πράγματα για την τέχνη. Γιατί το βιβλίο στο οποίο αναφέρεστε είναι μυθιστόρημα και άρα είναι προϊόν τέχνης είτε μας αρέσει αυτό το οποίο λέει είτε δεν μας αρέσει. Δεν είναι ιστορικό βιβλίο.

Σας διαβεβαιώνω, λοιπόν, ότι ούτε αρμοδιότητά μου είναι ούτε προφανώς πρόθεσή μου, να λογοκρίνω ένα προϊόν τέχνης είτε αυτό ταιριάζει στην αισθητική μου ή στην πολιτική μου φιλοσοφία είτε αυτό δεν ταιριάζει.

Η ελευθερία της έκφρασης είναι κατ’ αρχάς ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε προσπάθεια προς οποιοδήποτε κατασταλτικό μέτρο. Η διενέργεια λογοκρισίας, η απαγόρευση παρουσίασης προϊόντος τέχνης, δεν νοείται σε μία σύγχρονη δημοκρατία. Και αυτό γιατί κάτι τέτοιο θα προσέβαλε, όχι μόνο το δικαίωμα του δημιουργού, αλλά και το δικαίωμα του πολίτη. Ο δε χαρακτηρισμός της τέχνης ως επικίνδυνη ή αντεθνική, παραπέμπει και σε μια εποχή που νομίζω οι περισσότεροι εδώ μέσα δεν θα θέλαμε να θυμόμαστε ή εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να θυμόμαστε για να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.

Η πολιτεία οφείλει να αφήνει ελεύθερη την καλλιτεχνική δημιουργία και την καλλιτεχνική έκφραση χωρίς διακρίσεις ή αποκλεισμούς και πιστεύουμε βαθιά ότι αυτή είναι μία αρχή που κάνει τη δημοκρατία μας πιο δυνατή και άρα τη χώρα μας πιο δυνατή.

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το οποίο εσείς αναφέρετε ως ανθελληνικό και σε παλαιότερη ερώτησή σας το είχατε περιγράψει ως ανυπόστατο λιβελογράφημα, είναι απόλυτο δικαίωμά σας να το χαρακτηρίζετε έτσι και είναι δική μας υποχρέωση να υπερασπιζόμαστε το δικαίωμά σας να το λέτε. Αλλά δεν οφείλουμε εμείς να υιοθετούμε αυτό το οποίο εσείς προτείνετε.

Άρα, το δικαίωμα του συγγραφέα να γράφει αυτά τα οποία γράφει και το δικαίωμά σας να λέτε αυτά που λέτε, πηγάζουν από τις ίδιες αρχές παρ’ ότι είναι πολλοί που πιστεύουν –και συγκαταλέγομαι μέσα σ’ αυτούς- ότι στην προκειμένη περίπτωση αυτό που είναι επικίνδυνο, δεν είναι η ελευθερία της έκφρασης, αλλά η λογοκρισία της.

Σας ευχαριστώ πολύ.

Δευτερολογία στην επίκαιρη ερώτηση δεύτερου κύκλου του Βουλευτή του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού κ. Γεωργίου Ανατολάκη, σχετικά με το βιβλίο που προτάθηκε για βράβευση από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου

Κύριε Πρόεδρε, κύριε συνάδελφε, νομίζω ότι δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος μέσα σε αυτό το Κοινοβούλιο που δεν γνωρίζει ή αμφισβητεί τον ηρωισμό των πεσόντων στην Κύπρο. Ούτε ένας! Άρα, δεν νομίζω ότι χρειάζεται αυτήν τη στιγμή μέσα σε αυτόν το χώρο να κάνουμε τέτοιου είδους μαθήματα ιστορίας.

Να πω επ’ ευκαιρίας ότι το βιβλίο το οποίο βραβεύτηκε τελικά από αυτήν τη διαδικασία ήταν το ΙΜΑΡΕΤ του Γιάννη Καρπούζου και τον συγχαίρω γι’ αυτήν τη βράβευση.

Να πω όμως μερικά πράγματα για τη διαδικασία.

Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου δεν επεμβαίνει ποτέ ούτε στις προτάσεις ούτε στη διαδικασία επιλογής των βραβευμένων βιβλίων. Δεν είναι αυτός ο ρόλος του. Σίγουρα δεν είναι σκοπός του να σταματήσει να λογοκρίνει οποιοδήποτε βιβλίο.

Εάν πραγματικά θέλετε να δείτε τις διαδικασίες, πηγαίνετε στην ιστοσελίδα του ΕΚΕΒΙ και θα δείτε ακριβώς πώς λειτουργεί αυτή η διαδικασία.

Το μυθιστόρημα του Γκουρογιάννη δεν το πρότεινε το ΕΚΕΒΙ, αλλά προτάθηκε μεταξύ δεκαπέντε βιβλίων όχι από κάποιον επίσημο εθνικό φορέα αλλά από ψήφο των μελών των λεσχών ανάγνωσης που λειτουργούν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Δηλαδή, φέτος σε αυτές τις λέσχες ψήφισαν δύο χιλιάδες μέλη και διάλεξαν αυτά τα δεκαπέντε βιβλία από τριακόσιους τίτλους τους οποίους είχαν την επιλογή να ψηφίσουν.

Επίσης, αντιπροσωπευτικός είναι και ο αριθμός των ανθρώπων οι οποίοι ψηφίζουν αυτά τα βιβλία. Η διαδικασία είναι μεταξύ άλλων ότι μπορείς να στείλεις και από το κινητό σου τηλέφωνο με ένα SMS την ψήφο σου. Φέτος ψήφισαν πάνω από τρεις χιλιάδες άτομα. Άρα, αυτή είναι μία διαδικασία η οποία εντάσσεται μέσα στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου αλλά είναι ανεξάρτητη από αυτό.

Είναι, λοιπόν, οι αναγνώστες αυτοί οι οποίοι αποφάσισαν να βάλουν αυτό το βιβλίο στη λίστα και να το ψηφίσουν στην κατάταξη στην οποία το έβαλαν. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό στη διαδικασία, διότι έρχεται το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου και δεν λέει «εγώ είμαι το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, άρα εγώ επιβάλω τι είναι αυτό το οποίο θα ψηφιστεί ή δεν θα ψηφιστεί» αλλά αφήνει αυτήν τη διαδικασία να γίνει μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες.

Απλώς για το ιστορικό, οι λέσχες ανάγνωσης δεν είναι τίποτα άλλο από μία ομάδα ανθρώπων οι οποίοι βρίσκονται κάθε τόσο και συζητούν για βιβλία τα οποία οι ίδιοι έχουν αποφασίσει να αναγνώσουν. Είναι μία καθαρά δημοκρατική διαδικασία που όποιος θέλει λαμβάνει μέρος. Μπορείτε κι εσείς να λάβετε μέρος ή να δημιουργήσετε μία λέσχη βιβλίου και σας παροτρύνω να το κάνετε, εάν αισθάνεστε ότι εκεί θα μπορούσατε να παρέμβετε καλύτερα.

Επαναλαμβάνω, λοιπόν, δεν το αποφάσισε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Ήταν μία απόφαση των αναγνωστών για το ποια βιβλία θα ψηφιστούν και ήταν αυτοί που ψήφισαν τελικά για το ποιο βιβλίο θα βραβευτεί.

Ευχαριστώ πολύ.