Σπάνια έχεις δεύτερες ευκαιρίες να δημιουργήσεις πρώτες εντυπώσεις. Γι’ αυτό, οι 100 πρώτες μέρες μιας διακυβέρνησης θεωρούνται σημαντικές τόσο συμβολικά, όσο και σε ουσία. Όσο και να προσπαθήσει μια Κυβέρνηση, δύσκολα μπορεί να αλλάξει το στίγμα των πρώτων μηνών. Πλέον, πλησιάζουμε τις 100 ημέρες της επανεκλεγμένης Κυβέρνησης και το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι πως δεν έχει καμία σχέση με την Κυβέρνηση που ανέλαβε 4 χρόνια πριν.

Πολιτευόμενη με την ταμπέλα των «άριστων», το 2019, η Κυβέρνηση ήρθε με ατζέντα. Στελεχώθηκε γρήγορα, πέρασε αστραπιαία τα 5 πρώτα νομοσχέδια, αντέδρασε γρήγορα στον Έβρο και έδωσε την εντύπωση αποτελεσματικής διαχείρισης του πρώτου κύματος πανδημίας.

Η πρώτη εικόνα αποτελεσματικότητας, ειδικά σε σύγκριση με την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν τέτοια που διήρκησε ακόμα και αφότου άρχισε να αποσυντίθεται το προσωπείο της «αριστείας» της. Ήδη, η αντίδρασή της στο δεύτερο κύμα της πανδημίας ήταν τραγικά ελλειμματική, ενώ γεγονότα όπως η Αττική Οδός, η Εύβοια, οι υποκλοπές και η τραγωδία στα Τέμπη, που θα είχαν γονατίσει οποιαδήποτε Κυβέρνηση, πέρασαν ουσιαστικά χωρίς να την ακουμπήσουν. Οι πρώτες εντυπώσεις, τής έδωσαν στο πιάτο τις τελευταίες εκλογές.

Αντίθετα, οι δεύτερες 100 μέρες της Κυβέρνησης χαρακτηρίζονται από εγκληματικές παραλείψεις, κενά εξουσίας, αλληλοεπικαλύψεις αρμοδιοτήτων, αντικρουόμενες κυβερνητικές προσεγγίσεις. Ένα Μαξίμου μπάχαλο, μια σειρά Υπουργών κατώτεροι των περιστάσεων, απροετοίμαστοι για όποια κρίση, χωρίς καμία πρόβλεψη ή δυνατότητα συντονισμού. Οι μόνοι που μοιάζει να συνεχίζουν την δουλειά τους σαν να μην άλλαξε τίποτα, είναι τα περήφανα αγόρια του Μαξίμου, που μοιάζει να πιστεύουν ότι ο βασιλιάς είναι ακόμα ντυμένος.

Πώς γίνεται δύο Κυβερνήσεις, με τον ίδιο Πρωθυπουργό, να έχουν τόσο διαφορετικές πρώτες 100 μέρες; Καμιά φορά, η πιο προφανής εξήγηση είναι και η πιο πιθανή. Η συγκυριακή βεβαιότητα ότι τίποτα δεν κλονίζει την κυριαρχία της, έχει μετατρέψει την Κυβέρνηση από «άριστη» σε βαθύτατα αλαζονική. Τίποτα όμως, δεν σκοτώνει πιο γρήγορα στην πολιτική από την αλαζονεία. Σε απομονώνει τόσο από την κοινωνία, όσο και από την εποικοδομητική κριτική.

Η ομιλία του κ. Μητσοτάκη στη Βουλή για τις πυρκαγιές ήταν χαρακτηριστική. Έδωσε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, την αίσθηση ενός ανθρώπου που πιστεύει πως μας κάνει χάρη που μας μιλάει, διότι μόνο αυτός νοιάζεται για την ανθρώπινη ζωή. Σπάνια μπορεί να δει κανείς τόσο μεγάλη αποκοπή ενός Πρωθυπουργού από την πραγματικότητα που βιώνει η κοινωνία, όσο και ελάχιστη διάθεση να ακούσει προτάσεις.

Η προοπτική παραμονής στο τιμόνι της χώρας για μία τετραετία μίας Κυβέρνησης που, ενώ δεν ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται αρνείται να ακούσει, προκαλεί τρόμο. Διότι αυτή, είναι η τετραετία που έχουμε χρήματα από την Ε.Ε. να αλλάξουμε παραγωγικό μοντέλο, να διευρύνουμε την παραγωγική βάση, να αναδιαμορφώσουμε την Παιδεία και την Υγεία και να αποσυγκεντρώσουμε εξουσία, δημιουργώντας αποτελεσματική διοίκηση λογοδοσίας και ελέγχου.

Η παρουσία του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ δεν αντανακλούσε μία τέτοια ατζέντα. Η εντύπωση που ήθελε να αφήσει είναι «θα κάνουμε τα ίδια πιο γρήγορα». Θύμιζε τις πρόσφατες δηλώσεις του σχετικά με τις πυρκαγιές και τη βία στα γήπεδα, όπου επαναλάμβανε με περισσότερο στόμφο αυτά που είπε 1-2 χρόνια πριν. Το κακό τού να πολιτεύεσαι ως «άριστος», θεωρώντας τους υπόλοιπους άχρηστους, πέρα από διχαστικό, είναι ότι δυσκολεύεσαι να παραδεχτείς τα λάθη σου και αυτό σε εγκλωβίζει στο να τα επαναλαμβάνεις. Αν συνεχίσουμε έτσι, οι 100 μέρες τρόμου θα γίνουν 4 χρόνια τρόμου. Και αυτό δεν το αντέχει η ευάλωτη κοινωνία μας.