Σε έναν κόσμο, γεμάτο αβεβαιότητα, διαπρέπει όποιος κινείται. Γι’ αυτό, σε αντίθεση με την πανθομολογούμενη χαλαρότητα τής κουρασμένης σημερινής Κυβέρνησης, το σχέδιο τού ΠΑΣΟΚ στην Οικονομία κινείται επιθετικά, προοδευτικά, μεταρρυθμιστικά. Στόχος; Μία «Πατριωτική Οικονομία».

Πατριωτική Οικονομία σημαίνει, μια οικονομία στην οποία το κράτος βοηθάει, ενεργά, να δημιουργηθούν αγορές. Νέες αγορές για προϊόντα μας, στο εξωτερικό. Νέες αγορές για υπηρεσίες μας, εντός των συνόρων, που θα τραβήξουν πελατεία από την παγκόσμια αγορά. Σημαίνει, ένα κράτος που επενδύει στα συγκριτικά πλεονεκτήματα τής χώρας, όχι μόνο με βάση το ΑΕΠ, αλλά και με βάση τον πληθυσμό που ασχολείται με συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα.

Για παράδειγμα, η αγροτική μας παραγωγή αφορά το 3% τού συνολικού ΑΕΠ, αλλά απασχολεί και δημιουργεί πλούτο για το 10% τού πληθυσμού μας. Έξι ελληνικά προϊόντα έχουν, ήδη, βρει τον δρόμο τους προς τα καλύτερα ράφια και τα καλύτερα εστιατόρια τού κόσμου. Πόσο δύσκολο είναι να βάλουμε άλλα 10 προϊόντα τής ελληνικής γης σε αυτήν τη λίστα; Πόσο δύσκολο είναι να εφαρμόσουμε σε Περιφέρειες όπως Θράκη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά και Πελοπόννησο, που σήμερα «πουλούν» τους εαυτούς τους ως φθηνά ελληνικά νησιά, προγράμματα ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού όπως ο τουρισμός περιπέτειας, ο τουρισμός ευεξίας ή ο ιατρικός τουρισμός; Καθόλου, αν το κράτος βάλει στόχους και κινητοποιήσει δυνάμεις.

Με λίγα λόγια, «πατριωτική οικονομία» είναι μια οικονομία που σχεδιάζει και υλοποιεί, όχι παρεμφερώς, αλλά έχοντας ως θεμελιώδη υπαρξιακή της στόχευση, προγράμματα ανάδειξης των πλεονεκτημάτων τής Ελλάδας. Και περιλαμβάνει σειρά πραγματικών μεταρρυθμίσεων που αλλάζουν το παραγωγικό μοντέλο τής χώρας. Πώς το αλλάζουν;

Πρώτον, κάνοντας την ελληνική οικονομία δυναμική, με τη δυνατότητα να ανταπεξέλθει στις ανάγκες ενός εξαιρετικά εχθρικού διεθνούς πλαισίου.

Δεύτερον, διευρύνοντας την παραγωγική βάση τής χώρας. Αναδιανέμοντας πλούτο, μέσα από την αλλαγή παραγωγικών προτεραιοτήτων.

Τρίτον, βάζοντας νέους παίκτες στο παιχνίδι. Κάνοντας τις μικρές επιχειρήσεις, κομβικό κομμάτι τού στρατηγικού σχεδιασμού και όχι αντιμετωπίζοντάς τες, ως εχθρούς, όπως κάνει η σημερινή Κυβέρνηση.

Τέταρτον, διαθέτοντας κοινωνική ενσυναίσθηση, που αντιλαμβάνεται την Παιδεία και την Υγεία, όχι ως εστίες κόστους, αλλά ως δίχτυ ασφαλείας που ενθαρρύνει ενεργούς πολίτες να πάρουν πρωτοβουλίες.

Και πέμπτον, επενδύοντας, με συνέπεια, στο μεγαλύτερο αναξιοποίητο κεφάλαιο τού τόπου μας: τη συνεργασία και τη συναίνεση.

Μια τέτοια επιθετική πολιτική, υπέρ τής ελληνικής οικονομίας, χρειάζεται διοικητικές, ανατρεπτικές, μεταρρυθμίσεις. Η ψηφιοποίηση δεν φτάνει. Χρειάζεται γενναία αποσυγκέντρωση εξουσίας που θα δημιουργήσει ανταγωνισμό, μεταξύ των δημοσίων υπηρεσιών εντός Ελλάδας. Χρειάζεται να ενισχυθούν και να πιεστούν οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα τοπικά Πανεπιστήμια, τα Επιμελητήρια, οι Συνεταιρισμοί, οι συνδικαλιστικοί φορείς επιχειρήσεων και εργαζομένων, για να συνεργάζονται, λογοδοτώντας με απόλυτη διαφάνεια, ώστε να δημιουργήσουν τοπικά προγράμματα ανάπτυξης.

Τώρα, είναι η ώρα να αλλάξουμε τον τρόπο που διοικούμε τη χώρα, διότι έτσι θα αλλάξουμε τον τρόπο που παράγουμε και μοιράζουμε τον πλούτο. Eίναι ώρα να σκεφτούμε, να σχεδιάσουμε και να υλοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται ο τόπος, με το βλέμμα μας στραμμένο στο σήμερα και το αύριο τής πατρίδας μας. Κυρίως, με το βλέμμα στραμμένο στον άνθρωπο και τις ανάγκες του. Διότι, μόνο αλλάζοντας το παραγωγικό και διοικητικό μοντέλο τής χώρας θα ενεργοποιήσουμε όλη την κοινωνία, γύρω από κοινούς στόχους και θα τους πετύχουμε.