Η πολιτική συζήτηση σήμερα στην Ελλάδα αφορά το Μνημόνιο, αποκλειστικά. Το σύνολο του πολιτικού κόσμου εξαντλείται σε μία ατέρμονη αντιπαράθεση για τους αστερίσκους του σχεδίου, χωρίς να παρουσιάζει – ούτε καν να επεξεργάζεται – μια ουσιαστική αντιπρόταση.Αν το μέγεθος της κρίσης, η πίεση του χρόνου και η αναξιοπιστία του πολιτικού κόσμου το 2009 μας απέτρεψαν από το να δημιουργήσουμε ένα εναλλακτικό σχέδιο που θα έπαιρνε την έγκριση της Ευρώπης, αυτό δεν εξηγεί γιατί η πολιτική αντιπαράθεση σήμερα στην Ελλάδα δεν αφορά την ημέρα μετά: δηλαδή ποια Ελλάδα θέλουμε και πως θα τη δημιουργήσουμε.

Η θέση μου είναι ότι χρειαζόμαστε ένα Ελληνικό σχέδιο για την Ελλάδα του δικού μας αύριο.  Ένα σχέδιο που θα αγκαλιάσουν οι Έλληνες πολίτες.  Που θα σέβεται, θα αναδεικνύει και θα αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας.  Και που θα περιγράφει μια Ελλάδα για την οποία όλοι θέλουμε να αγωνιστούμε και όλοι μπορούμε να είμαστε περήφανοι. Με λίγα λόγια χρειαζόμαστε ένα σχέδιο για την ημέρα μετά, που θα λέει τι εμείς θέλουμε και πως εμείς θα το πετύχουμε.

Τι πρέπει να περιλαμβάνει ένα τέτοιο σχέδιο;

Πρώτον, άποψη για το ρόλο και τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο. Τι εκπροσωπεί και τι πρεσβεύει.

Δεύτερον, πως θέλουμε να λειτουργεί η δημοκρατία μας και πως θα ενισχυθούν οι δομές της.

Τρίτον, πως θα απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου που σήμερα είναι εγκλωβισμένες κάτω από το βάρος μιας αναχρονιστικής κρατικής γραφειοκρατίας, ενός ξεπερασμένου τραπεζικού συστήματος, μιας δυσλειτουργικής αγοράς, μιας εξαντλημένης δικαστικής εξουσίας.

Τέταρτον, σε τι θέλουμε να επενδύσουμε.  Ποιες είναι οι δυνάμεις που μπορούν να οδηγήσουν την ανάπτυξη και τι δικαιώματα και υπηρεσίες είμαστε έτοιμοι να τους παρέχουμε για να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και προϊόντα για τα οποία μπορούμε να είμαστε περήφανοι.

Πέμπτον, και πιο σημαντικό: τι κράτος θέλουμε;  Θέλουμε ένα κράτος μικρό, αναιμικό που αφήνει την αγορά να αποφασίσει που θα πάει; Ένα μεγάλο κράτος που σχεδιάζει και εκτελεί;  Ένα κράτος που παρέχει υπηρεσίες και ελέγχους ή ένα πελατειακό κράτος όπως έχουμε σήμερα.

Θεωρώ ότι ένα Ελληνικό σχέδιο δεν μπορεί να εξαντλείται στους χρηματοοικονομικούς στόχους του μνημονίου.

Πρέπει να περιλαμβάνει ρεαλιστικούς χρηματοοικονομικούς στόχους που οδηγούν στη βιώσιμη αύξηση του πλεονάσματος και τη μείωση του χρέους.

Γιατί;

Πρώτον, διότι αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την Εθνική μας Ανεξαρτησία.

Δεύτερον, διότι αφορά στην αξιοπιστία της χώρας μας.

Και τρίτον, διότι πρέπει να ξεχρεώσουμε τις επόμενες γενιές ώστε να μπορέσουμε να επενδύσουμε σε αυτές.

Καμία συζήτηση με οικονομικές προεκτάσεις δεν μπορεί να γίνει εκτός πολιτικής και καμία πολιτική άποψη δεν μπορεί να αγνοεί τις οικονομικές επιπτώσεις που παράγει.  Οι δύο αυτοί κόσμοι είναι απολύτως αλληλένδετοι.

Αν εκφράζω το αυτονόητο συγχωρέστε με. Αλλά σε μια χώρα που η κοινωνία λειτουργεί στο περιθώριο ενός οικονομικού σχεδίου, το αυτονόητο έχει γίνει ζητούμενο. Για αυτό η συζήτηση αφορά τους Έλληνες και οι απαντήσεις θα πρέπει να δοθούν από εμάς τους Έλληνες μέσα από μια ουσιαστική πολιτική διαδικασία. Σε αυτή τη συζήτηση οι Ευρωπαίοι γραφειοκράτες, λογιστές και τεχνοκράτες μπορούν να μας βοηθήσουν να εκτιμήσουμε το οικονομικό αποτέλεσμα των πολιτικών μας επιλογών.  Η βοήθειά τους είναι απαραίτητη. Δεν μπορούν όμως και δεν θέλουμε να σχεδιάσουν το δικό μας μέλλον.

Γιατί;

Πρώτον, αποδείχθηκαν βαθύτατα συντηρητικοί.  Προτάσσουν την ποσότητα της οικονομίας, όχι την ποιότητά της.

Δεύτερον, αγνοούν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας.

Και τρίτον, δεν πιστεύουν στους Έλληνες.

Την επόμενη μέρα της Ελλάδας θα τη σχεδιάσουν εκείνοι που αγαπούν, νοιάζονται και πιστεύουν στην Πατρίδα τους. Και αυτοί είμαστε εμείς: οι ίδιοι οι Έλληνες.

Η πρώτη αντίληψη που πρέπει να ανατρέψουμε; Ο πολιτικός μας κόσμος και κατ’ επέκταση οι εταίροι μας έχουν υποτιμήσει τη γνώση και τη διάθεση για αλλαγές με προοπτική που υπάρχουν σήμερα στην Ελληνική κοινωνία.

Να γίνω πρακτικός με ένα παράδειγμα για να εξηγήσω πως πρέπει να πορευτούμε.

Αν το 2009 ήταν μια κακή χρονιά για τον τουρισμό, για το 2010 προβλεπόταν η «Τέλεια Καταιγίδα». Η Αγγλία και η Γερμανία, που εκπροσωπούσαν το 60% του τουρισμού στην Ελλάδα μείωσαν κατά 10% τις κρατήσεις. Στο ξεκίνημα της τουριστικής περιόδου οι σημαντικότεροι tour operators της Ευρώπης και της Αμερικής προχώρησαν σε χιλιάδες ακυρώσεις λόγο των ταραχών στην Αθήνα. Η διάλυση της εικόνας της Ελλάδας απειλούσε περαιτέρω την οικονομία η οποία είχε ήδη βυθιστεί στη δική της κρίση. Για όσους δεν γνωρίζουν τη σημασία του Ελληνικού τουρισμού: εκπροσωπεί περίπου το 16% της Ελληνικής οικονομίας και η εικόνα της Ελλάδας ως τουριστικός προορισμός καθοδηγεί σε μεγάλο βαθμό την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό. Η κρίση στον τουρισμό ήταν μια μικρογραφία της σημερινής γενικευμένης κρίσης. Όπως επιβάλλεται σήμερα, έπρεπε να κινηθούμε άμεσα.  Έπρεπε να πάρουμε ταχύτατες αποφάσεις γνωρίζοντας ότι κάθε επιλογή θα είχε μακρόχρονες επιπτώσεις στον τουρισμό και στη χώρα. Η πολιτική απόφαση που αφορά στο πρώτο ζητούμενο της Ελληνικής οικονομίας είναι το «τι». Τι τουρισμό θέλουμε;  Λόγω της κρίσης, προτεραιότητα αναδείχθηκε η αύξηση των αφίξεων.

Σαν πολιτικός που ήθελα να αφιερωθώ στην ποιότητα του τουριστικού προϊόντος, η επιλογή δεν ήταν της δικής μου προτίμησης. Όμως η πολιτική διαδικασία που θα περιγράψω ανέδειξε την επιλογή που είχε ανάγκη η χώρα μου.  Την υιοθέτησα και την υπηρέτησα με όλες μου τις δυνάμεις. Η πολιτική απόφαση που αφορά στο δεύτερο ζητούμενο της οικονομίας είναι «με ποιους».  Ποιών τη γνώμη, τη γνώση και την εμπειρία ακούμε και με ποιους πορευόμαστε. Η επιλογή του ποιος κάθεται στο τραπέζι των αποφάσεων είναι πολιτική και αφορά στην ποιότητα της δημοκρατίας. Ο πολιτικός κόσμος και οι άμεσα εμπλεκόμενοι προτιμούν κλειστά συστήματα αποφάσεων, συνήθως για λόγους ταχύτητας. Όμως η πολιτική αντιπαράθεση προσφέρει ιδέες, δημιουργεί συνέργειες και εμπνέει υπευθυνότητα.  Είναι τρία μεγάλα προτερήματα της δημοκρατίας.

Για πρώτη φορά στην ιστορία του Ελληνικού τουρισμού καθίσαμε όλοι γύρω από το ίδιο τραπέζι.  Κράτος, επιχειρηματίες, συνδικαλιστές, κόμματα και τοπική αυτοδιοίκηση, ανεξάρτητοι φορείς και ΜΚΟ. Αποφασίσαμε να δώσουμε έμφαση εκεί που μπορούσαμε να έχουμε άμεσα αποτελέσματα:  δουλέψαμε με τους tour operators της Αγγλίας και τις Γερμανίας να σταματήσουμε την από εκεί αιμορραγία.  Δουλέψαμε με το Υπουργείο Εξωτερικών για να απεγκλωβίσουμε τις χιλιάδες βίζες που εκκρεμούσαν από τη Ρωσία και την Τουρκία.  Αξιοποιήσαμε την προσέγγιση με το Ισραήλ για να προσελκύσουμε τουρίστες από εκεί. Το 2010 παρά τη σημαντική μείωση των αφίξεων από την Αγγλία και τη Γερμανία κλείσαμε τη χρονιά καλύτερα από το 2009.  Οριακά αποφύγαμε την κατάρρευση και βάλαμε τις βάσεις για την ανάπτυξη.  Το 2011 μόλις ένα χρόνο μετά σπάσαμε όλα τα ρεκόρ. Η επιτυχία ήταν συλλογική.

Η αύξηση των αριθμών ανέδειξε ένα άλλο πρόβλημα του κόσμου του τουρισμού.  Την καθυστέρηση στην αδειοδότηση τουριστικών επενδύσεων. Αυτή η διαδικασία αφορά στο τρίτο ζητούμενο της Ελληνικής οικονομίας: την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων της χώρας. Ξεκινήσαμε μια χρονοβόρα διαδικασία που αφορούσε τρία υπουργεία, δύο κρατικούς φορείς, και τον ιδιωτικό τομέα.   Όχι μόνο ανακαλύψαμε ότι μπορούσαμε να απλοποιήσαμε τις διαδικασίες χωρίς να αφαιρέσουμε κανέναν έλεγχο ασφάλειας ή ποιότητας αλλά ότι οι απλές διαδικασίες διευκόλυναν τον έλεγχο. Δουλεύοντας όλοι μαζί, οι προτάσεις που καταθέσαμε μείωναν τις διαδικασίες για την αδειοδότηση κατά 70%. Την επαναδειοδότηση κατά 90%. Σε αυτή τη διαδικασία, η συμβολή των δημοσίων υπαλλήλων ήταν παραδειγματική. Το υπογραμμίζω διότι αν θέλουμε να πάει η χώρα μπροστά είναι ώρα να σταματήσουμε να εγκλωβιζόμαστε σε στερεότυπα και να χωρίζουμε τους Έλληνες σε καλούς και κακούς. Το τέταρτο ζητούμενο της Ελληνική οικονομίας αφορά στο «πως».  Με τι κριτήρια επιλέγεις που θα επενδύσεις. Εμείς, αποφασίσαμε να επενδύσουμε σε όποιον ήταν έτοιμος.  Σε εκείνον που μπορούσε να φέρει αποτελέσματα πιο γρήγορα. Επιλέξαμε την ιστιοπλοΐα, όχι το βουνό.  Επιλέξαμε τις κορεσμένες περιοχές, όχι τον εναλλακτικό τουρισμό.  Επιλέξαμε τις τουριστικές κατοικίες, αφήσαμε τις παραθεριστικές. Αυτές ήταν αποφάσεις που επηρέασαν ζωές ανθρώπων.  Παρόλο που διαφωνήσαμε, όλοι γνώριζαν το σκεπτικό με το οποίο τις πήραμε.  Και για αυτό τις υπηρετήσαμε. Παρόλο που οι αποφάσεις που χρειάστηκε να πάρω ήταν συχνά επίπονες, τις πήρα με τη σιγουριά ότι είχα τη στήριξη των ανθρώπων που είχαν συμμετάσχει στη διαδικασία. Σε αυτή την απλή λογική βασίζεται η δύναμη της δημοκρατίας και η σημασία της πολιτικής. Και για να μην είμαι άδικος με τους «τεχνοκράτες», εταιρία συμβούλων μας βοήθησε να αξιολογήσουμε και να ιεραρχήσουμε τις επιλογές μας.

Τέλος, κάθε πολιτική απόφαση αφορά στην ερώτηση «Τι κράτος θέλουμε;». Η επιλογή αφορά στο που το κράτος ηγείται, που ακολουθεί και που βγαίνει από τη μέση. Ο ελληνικός πολιτικός κόσμος, ανεξαρτήτου απόχρωσης θεωρεί ότι έχει μόνο την πρώτη επιλογή.  Και αυτό έχει προεκτάσεις:

Πρώτον, συγκεντρώνει τις ευθύνες αντί να τις μοιράζει.

Δεύτερον, αναλώνει τις δυνάμεις του κράτους σε ενέργειες στις οποίες δεν θα έπρεπε να συμμετέχει και σε ελέγχους που άλλοι μπορούν να κάνουν πιο αποτελεσματικά.

Και τελικά οδηγεί σε μια νοοτροπία που αντιμετωπίζει τον πολίτη σαν άβουλο ή ένοχο αντί να τον αντιμετωπίζει σαν ελεύθερη δύναμη δημιουργίας που μπορεί να αναλάβει ευθύνες και να παράξει έργο.

Σε ό,τι αφορούσε την εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό και την εκπροσώπησή μας στο διεθνές στερέωμα κρατήσαμε τα ηνία.  Επίσης κρατήσαμε τα ηνία όπου θέλαμε η ανάπτυξη να γίνει ισορροπημένα και με σεβασμό στα δικαιώματα του πολίτη. Εκεί που η ιδιωτική πρωτοβουλία μπορούσε να έχει καλύτερα αποτελέσματα από το κράτος (όπως στην ανάδειξη τουριστικών εμπειριών και στην αξιολόγηση τουριστικών καταλυμάτων) διευρύναμε τη συνεργασία μας. Μια τέτοια διαδικασία είναι επίπονη και χρονοβόρα.  Δημιουργεί τριβές. Όμως είναι μια διαδικασία που ενώνει. Διότι αναδεικνύει ότι μαζί μπορούμε να δημιουργήσουμε κάτι μεγαλύτερο από αυτά στα οποία διαφωνούσαμε. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα οι Έλληνες κοιτούν προς τον τουρισμό και τους ανθρώπους του με την ελπίδα ότι κάτι μπορεί επιτέλους να αλλάξει.

Εάν θέλουμε να αναδείξουμε έναν Ελληνικό δρόμο για την επόμενη μέρα, ένα δρόμο που σχεδιάζεται από Έλληνες και αφορά τους Έλληνες, πρέπει να ξεκινήσουμε τον πολιτικό διάλογο και τη διαδικασία που περιέγραψα. Μέσα στα κόμματα, μέσα στην κοινωνία και τελικά μέσα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η σημερινή απουσία στόχων και προοπτικής, σε συνδυασμό με τη δυσλειτουργία των θεσμών σπέρνει το φόβο στην κοινωνία.  Ο Έλληνας δεν ξέρει που να ακουμπήσει.  Ο φόβος γίνεται απόγνωση.  Και η απόγνωση οδηγεί στα άκρα. Ο ρόλος της πολιτικής (και η μαγεία της αν θέλετε) αναδεικνύεται όταν ο πολιτικός κόσμος και κατ’ επέκταση το κράτος δεν είναι πια ο χώρος που φοβόμαστε αλλά γίνεται ο χώρος στον οποίο συναντιόμαστε. Ο χώρος στον οποίο διαπραγματευόμαστε και θέτουμε τους στόχους για το δικό μας μέλλον.  Ο χώρος στον οποίο κατανοούμε τις επιλογές μας και κινητοποιούμαστε γύρω από αυτές. Ο χώρος, τελικά, στον οποίο γινόμαστε και πάλι συνειδητοποιημένοι πολίτες.

Αυτόν τον πολιτικό χώρο πρέπει να δημιουργήσουμε σήμερα στην Ελλάδα.