Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί 8 στους 10 Έλληνες θα ήθελαν αυτός να είναι ο τελευταίος προϋπολογισμός της Κυβέρνησης;

Διότι ποτέ άλλοτε μία κυβέρνηση, έχοντας ξοδέψει τόσα δισεκατομμύρια σε τόσο λίγο χρόνο δεν άφησε μικρότερο αποτύπωμα στη χώρα.

Με μόνη εξαίρεση την Κυβέρνηση του κ. Καραμανλή που μας οδήγησε στα μνημόνια.

Τυχαίο; Όχι.

Η πραγματικότητα είναι ότι η Συντήρηση δεν μπορεί να φέρει ανάπτυξη στην Ελλάδα. Της λείπει ένα κομβικό στοιχείο για να προοδεύσει η χώρα – οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά.

Επιτρέψτε μου να εξηγήσω.

Η κυβέρνηση είχε ούτε λίγο, ούτε πολύ 100 δισεκατομμύρια στη διάθεσή της για:

  1. Να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
  2. Να μετατρέψει την ανάπτυξη που βασίζεται σε επιδόματα και κατανάλωση σε μια που βασίζεται στην εξωστρέφεια και την καινοτομία.
  3. Να στηρίξει την μεσαία τάξη.
  4. Να δώσει προοπτική στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
  5. Να κάνει βιώσιμη την αγροτική παραγωγή της χώρας.
  6. Να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος για να απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις της χώρας.
  7. Και να αλλάξει την λειτουργία του κράτους ώστε να υπηρετεί τον πολίτη.

Δικές της οι υποσχέσεις ως αντιπολίτευση. Δικές της και οι αποτυχίες ως κυβέρνηση.

Και αυτή η αποτυχία συνοδεύτηκε από άκρατη αλαζονεία που την τύφλωσε από το να δει την πραγματικότητα όταν και εμείς και οι οικονομικοί παράγοντες της χώρας την προειδοποιούσαν ότι τα πράγματα, πέρα από τους δείκτες που διαφήμιζε, δεν πάνε καλά.

Διαβάζω τώρα στο κυβερνητικό ρεπορτάζ: Έκτακτες συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου που «αποφάσισε να ασχοληθεί εντατικά με τις εκκρεμότητες» του Ταμείου Ανάκαμψης.

Γιατί; Διότι συνειδητοποιεί ότι σε ένα χρόνο πρέπει να κάνει ό,τι δεν έκανε σε τέσσερα.

Και το χειρότερο είναι ότι έχει βασίσει κάθε ελπίδα υλοποίησης αυτού του προϋπολογισμού σε μία πρόβλεψη έκρηξης επενδύσεων και απορροφητικότητας πόρων που ποτέ δεν πέτυχε, και ποτέ δεν πρόκειται να πετύχει.

Υπερβάλω; Προσέξτε:

Το 2022 ο προϋπολογισμός προέβλεπε αύξηση επενδύσεων 21,9%. Είχαμε τελικά μόλις 11,7%. Το μισό.

Το 2023 ο προϋπολογισμός προέβλεπε αύξηση επενδύσεων 15,5%. Είχαμε τελικά μόλις 6,6%. Περίπου το ένα τρίτο.

Και το 2024  προέβλεπε αύξηση επενδύσεων στο 15,1%. Είχαμε μόλις 4,5%. Λιγότερο από το ένα τρίτο.

Και ξαφνικά, ως δια μαγείας η κυβέρνηση περιμένει ότι οι επενδύσεις θα αυξηθούν 10,2% για να πετύχει ρυθμό ανάπτυξης το 2026 στο 2,4%,

Και το στηρίζει αυτό στην παραδοχή ότι θα καταφέρει να απορροφήσει κάθε ευρώ από τους υπόλοιπους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Να προσγειωθούμε λίγο στην πραγματικότητα;

Γιατί μιλάμε σήμερα μόνο για 2,4% ανάπτυξη όταν ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης, ως αντιπολίτευση, έλεγε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει ανάπτυξη 4% το χρόνο για μία δεκαετία και ευρωπαίοι αξιωματούχοι λένε και φέτος ακόμα ότι θα μπορούσαμε να τρέχουμε με 6%;

Για ένα λόγο: Διότι τα χρήματα δεν φτάνουν στην κοινωνία.

Πάνε σε λίγα χέρια και από τα λίγα χέρια φεύγουν για να επενδυθούν στο εξωτερικό.

Ελάχιστα αξιοποιούνται για να ενεργοποιήσουν πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας που σήμερα μένουν αδρανείς.

Ελάχιστα αξιοποιούνται από επιχειρηματίες που μπορούν να πολλαπλασιάσουν πλούτο στις τοπικές κοινωνίες. Δηλαδή τοπικούς μικρομεσαίους επιχειρηματίες.

Γιατί; Διότι μετά από 6 χρόνια διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας η Ελλάδα παραμένει εφιάλτης επιχειρηματικότητας.

Το 2025 η Ελλάδα αναδείχθηκε και πάλι πρώτη στον παγκόσμιο δείκτη πολυπλοκότητας στην επιχειρηματικότητα που δημοσιεύει στην ετήσια έκθεσή του το TMF Group. Ανάμεσα σε 79 χώρες. Ήμασταν έκτοι το 2022. Δεύτεροι το 2023. Πρώτοι το 2024 και το 2025.

Μην μπερδεύεστε κυρίες και κύριοι της Νέας Δημοκρατίας… Πρώτοι σε πολυπλοκότητα. Με λίγα λόγια: Είναι εφιάλτης να ξεκινάς μία επιχείρηση στην Ελλάδα. Και αυτός ο εφιάλτης γίνεται χειρότερος. Όλα σε εμποδίζουν:

Από την απουσία σχεδίου και την λειτουργία του κράτους μέχρι τον φορολογικό λαβύρινθο και την πολυδιαφημιζόμενη ψηφιοποίηση. Ακόμα και αυτή αντί να βοηθήσει, τώρα καθηλώνει.

Και όλα αυτά πριν κάποιος αποκλειστεί από τις άρρωστες τράπεζες στις οποίες ο κ. Μητσοτάκης εμπιστεύτηκε όλη την χρηματοδότηση της ανάπτυξης. Ατελείωτες διαδικασίες για να καταλήξει κανείς σε αυτό που όλοι ξέρουμε…

«Παρακαλώ δείτε κάποιον στο Μέγαρο Μαξίμου» Με τέτοιο κλίμα επιχειρηματικότητας πώς θα γίνουν επενδύσεις στην Ελλάδα;

Και επειδή το Ταμείο Ανάκαμψης τελειώνει, ένα είναι το ερώτημα που κατατρέχει τους πάντες στην αγορά: Τι θα γίνει όταν τελειώσουν και αυτά τα χρήματα; Πώς θα πυροδοτήσουμε τις επενδύσεις μετά το 2026;

Η δική μας απάντηση βρίσκεται στο τι θα κάναμε εμείς διαφορετικά με το Ταμείο Ανάκαμψης. Το πρώτο που θα εξασφάλιζε μια σύγχρονη σοσιαλιστική κυβέρνηση θα ήταν να προτάξει ένα σχέδιο που θα συντόνιζε…

  1. τα χρήματα από το εξωτερικό,
  2. τη δημόσια περιουσία,
  3. το τραπεζικό σύστημα
  4. και το φορολογικό σύστημα

για να δώσουν αξία σε πλουτοπαραγωγικές πηγές της Πατρίδας μας που σήμερα παραμένουν αδρανείς.

Θα μου πείτε: αυτό θα έπρεπε να κάνει και μία συντηρητική διακυβέρνηση. Σωστά.

Πλην όμως, δεν μπορεί. Διότι δεν πιστεύει σε κεντρικό, επιτελικό σχεδιασμό, όσο πιστεύει σε κεντρικό έλεγχο.

Το επόμενο που θα κάναμε θα ήταν να εξασφαλίσουμε ποσοστό αυτού του ποσού για κοινωνικές δομές:

Νέο ΕΣΥ στην υγεία. Πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια παιδεία. Βρεφονηπιακοί σταθμοί και ενίσχυση της οικογένειας, στεγαστικό με στοχευμένη, προσφορά κατοικιών. Όλα με έμφαση στην ενεργοποίηση τοπικών κοινωνιών. Όχι μόνο για να αντιμετωπίσουμε τις ρίζες προβλημάτων όπως το Δημογραφικό και την ακρίβεια.

Αλλά διότι μια κοινωνία που φοβάται δεν παράγει. Ούτε επενδύει, ούτε ελκύει επενδύσεις.

Ένα δεύτερο ποσοστό θα το κατευθύναμε σε εθνικούς στόχους: την ψηφιακή και ενεργειακή μετάβαση, για παράδειγμα. Όπως και επιχειρήθηκε να γίνει, αλλά έγινε λάθος.

Ακόμα είμαστε στον πάτο του ΟΟΣΑ στην ευρυζωνικότητα. Και πρωταγωνιστούμε στο ακριβό διαδίκτυο. Στα ενεργειακά θα διασφαλίζαμε

(α) τη σταδιακή απολιγνιτοποίηση ώστε να προστατευτεί η Δυτική Μακεδονία, και

(β) τον εκδημοκρατισμό της ενέργειας, για να μειώσουμε το κόστος ενέργειας στους ευάλωτους, τους αγρότες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Και αυτό το τρένο η κυβέρνηση το έχασε.

Το τρίτο ποσοστό, θα το σπάγαμε σε μικρά κομμάτια που μπορούν να απορροφηθούν πιο γρήγορα, από πιο πολλούς και από πιο μικρούς επιχειρηματίες για να εισέλθουν στην οικονομία περισσότερα χρήματα, και να πολλαπλασιαστούν περισσότερες φορές τοπικά.

Δουλεύοντας με τους τοπικούς φορείς θα οδηγούσαμε αυτά τα κονδύλια σε κοινωνίες που βλέπουν την περιουσία και τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές να σαπίζουν και τα παιδιά τους να φεύγουν στο εξωτερικό.

Αν αυτός ο σχεδιασμός συνδεόταν με τη μεταφορά δημόσιας περιουσίας σε τοπικές κοινωνίες, την δημιουργία χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων που θα δανειοδοτούσαν μικρές, πολύ μικρές και αποκλεισμένες επιχειρήσεις από τις συστημικές τράπεζες, και την αλλαγή του φορολογικού μοντέλου για να φορολογεί τον πλούτο και όχι το επάγγελμα θα πετυχαίναμε τις προϋποθέσεις για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και θα αυξάναμε τις δυνατότητες επιχειρηματικότητας στην χώρα.

Καλύτερος σχεδιασμός, ισχυρότερη απορρόφηση, δικαιότερη κατανομή, μεγαλύτερος εσωτερικός πολλαπλασιαστής, ταχύτερη εθνική ανάπτυξη.

Όλα αυτά απαιτούν όμως κάτι το οποίο δεν μπορεί να χωνέψει καμία Συντηρητική Κυβέρνηση. Περισσότερη Δημοκρατία.

Διότι για να κάνεις αυτή τη δουλειά, για να μοιράσεις πλούτο σε περισσότερους, πρέπει να εμπιστευτείς μικρότερους παίκτες. Και για να το κάνεις αυτό πρέπει να τους μοιράσεις περισσότερη εξουσία.

Η εμβάθυνση της Δημοκρατίας, αποτελεί για εμάς ακρογωνιαίο λίθο και της αποτελεσματικότητας απορρόφησης και της απελευθέρωσης της επιχειρηματικότητας.

Γιατί; Διότι υποχρεώνεις την κάθε εξουσία να ανταγωνίζεται την άλλη Αν κάτι κολλήσει εδώ θα ξεκολλήσει εκεί.

Ενώ αν σήμερα κάτι κολλήσει στο Μαξίμου, τίποτα δεν το ξεκολλάει. Βέβαια, μετά και τον ΟΠΕΚΕΠΕ, το «τίποτα» είναι μεγάλη κουβέντα. Αλλά μην πάμε εκεί τώρα.

Για τη Νέα Δημοκρατία, η Δημοκρατία αποτελεί τροχοπέδη της ανάπτυξης.

Και έτσι, η εμβάθυνση της Δημοκρατίας πέθανε στον βωμό της αποτελεσματικότητας.

Και η αποτελεσματικότητα στον βωμό του συγκεντρωτισμού.

Η αντιπαράθεση Δημοκρατίας και Αποτελεσματικότητας φορέθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια. Θυμάμαι όταν κατέβηκα στις εκλογές για Δήμαρχος Αθηναίων άκουσα τον Κώστα Μπακογιάννη να λέει «Άσπρη Γάτα, Μαύρη Γάτα, δεν έχει σημασία, φτάνει να πιάνει ποντίκια» Αλλά την ίδια περίοδο, άκουσα να λέει το ίδιο ο κ. Μητσοτάκης.

Και κατάλαβα ότι η φράση δεν ήταν αυτοδιοικητικό τέχνασμα. Είναι οικογενειακό δόγμα. «Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα», έλεγε τον Σεπτέμβριο του 2018 ο κ. Μητσοτάκης, «δεν ζητά “αριστερές” ή “δεξιές” λύσεις. Ζητά λύσεις που θα φέρουν αποτέλεσμα».

Βαθιά συντηρητικά λόγια. Γιατί κρύβουν μία ιστορική και αδυσώπητη μανία για εξουσία.

Και από τον Ντενγκ Σιάο-Πινγκ, που την είπε πρώτοςκαι από τους μιμητές του. Ο δήθεν «άχρωμος» δήμαρχοςμε όλη την κυβέρνηση πλάι του  αντί να απογειώσει την Αθήνα, πνίγηκε στην Πανεπιστημίου.

Ο δε πρωθυπουργός, μετά τον πρώτο χρόνο διακυβέρνησης γράφει ιστορία με τις αποτυχίες του.

Και αυτός ο προϋπολογισμός θα είναι ακόμα ένας κρίκος στην αλυσίδα της αποτυχίας. Ελπίζουμε ο τελευταίος. Πότε θα το καταλάβουμε επιτέλους;

Ή θα τελειώσουμε με το υπερσυγκεντρωτικό κράτος, ή το υπερσυγκεντρωτικό κράτος θα μας τελειώσει.

Ο τόπος χρειάζεται κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται ότι η δημοκρατία δεν είναι πολυτέλεια.

Είναι συνθήκη για τον έλεγχο και την ωρίμανση της εξουσίας. Η ωρίμανση της εξουσίας βασική προϋπόθεση για την καλύτερη λειτουργία του κράτους. Και η καλύτερη λειτουργία του κράτους απαραίτητος όρος για να γίνει η ζωή μας καλύτερη.

Όποιος το καταλάβει θα καταλάβει ότι η αποτελεσματικότητα δεν είναι θέμα διαχείρισης. Είναι θέμα προτεραιοτήτων. Και τις προτεραιότητες τις καθορίζουν οι ιδεολογίες.

Αυτό είναι το δικό μας αφήγημα και αυτό θέλουμε να κάνουμε πράξη ως επόμενη κυβέρνηση του τόπου.