«Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Αυτές τις μέρες δοκιμάστηκαν τα όρια όλων μας. Μέσα και έξω από αυτό το Κοινοβούλιο. Σε μια ιστορικής σημασίας ψηφοφορία, η Βουλή των Ελλήνων ενέκρινε τη νέα δανειακή σύμβαση, τη διαδικασία για τη μείωση του χρέους και τα επώδυνα μέτρα που τη συνοδεύουν. Την ίδια στιγμή, κάποιοι έκαιγαν το κέντρο της Αθήνας επικαλούμενοι την οργή ανθρώπων που δεν ήταν καν ανάμεσά τους. Μια γνώριμη, ζοφερή εικόνα, η οποία μέσα σε λίγα μόλις λεπτά έκανε το γύρο του κόσμου χαρακτηρίζοντάς μας για άλλη μια φορά ως κάτι που δεν είμαστε. Με ευθύνη κάποιων ανεγκέφαλων έγιναν στάχτη μερικά από τα πιο όμορφα και ιστορικά κτήρια της πόλης αλλά και δεκάδες επιχειρήσεις και εμπορικά καταστήματα. Και η πόλη, ξέρετε, δεν είναι κάτι τρίτο ως προς εμάς. Η πόλη είναι οι άνθρωποί της. Η πόλη είμαστε εμείς.

Η επόμενη μέρα μας βρίσκει όλους, το ελληνικό Κοινοβούλιο και την ελληνική κοινωνία, πληγωμένους και βαθύτατα κατακερματισμένους. Διότι ξυπνήσαμε στα αποκαΐδια της διαχρονικής αποτυχίας της πολιτικής ηγεσίας να σχεδιάζει και να υλοποιεί, να θέτει στόχους και να κινητοποιεί τις δυνάμεις της κοινωνίας μας γύρω από αυτούς, να θέτει κανόνες, να τους τηρεί πρώτη η ίδια και να τιμωρεί όσους τους αμφισβητούν με τη συμπεριφορά τους. Ξυπνήσαμε, κυρίες και κύριοι, εκεί όπου στρώσαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Από σήμερα, τίποτα απ’ όσα γνωρίζαμε δεν είναι πια το ίδιο. Είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι την Κυριακή δεν είχαμε πολλές επιλογές, αλλά ότι τη Δευτέρα ξυπνήσαμε μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.

Ο ένας δρόμος οδηγεί στην παραίτηση. Στην αποδοχή ότι κάποιος άλλος κυβερνάει αυτόν τον τόπο και ότι εμείς θα προσπαθούμε πάντα να ξεχειλώνουμε τους κανόνες που εκείνος θέτει. Αυτός ο δρόμος οδηγεί στην αποσταθεροποίηση και το χάος. Στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού, την κατάρρευση των θεσμών, την αποτελμάτωση, τη μισαλλοδοξία. Σε ένα νέο εθνικό διχασμό. Σε καταστάσεις που με μαθηματική ακρίβεια οδηγούν σε δέκα χρόνια εκεί που βρισκόμασταν προχθές το βράδυ.

Ο άλλος, είναι αυτός που πρέπει να επιλέξουμε. Είναι ο δρόμος της σκληρής δουλειάς για να χτίσουμε επιτέλους κάτι όλοι μαζί. Κάτι δικό μας. Κι αυτός ο δρόμος περνάει μέσα από την αποκατάσταση του κύρους των θεσμών, την προστασία της κοινωνικής συνοχής, την επένδυση σε όσα μας ενώνουν και μπορούν να μας βγάλουν απ’ την κρίση. Είναι ο δρόμος μιας πολιτικής ηγεσίας και ενός πολιτικού συστήματος που αντιλαμβάνεται πότε πρέπει να ηγείται, πότε πρέπει να ακολουθεί την κοινωνία και πότε πρέπει να κάνει στην άκρη. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στην ελπίδα.

Και ξέρετε γιατί; Γιατί κανένας δεν θέλει να ζει μέσα στα αποκαϊδια. Γιατί καμιά κοινωνία και κανένα πολιτικό σύστημα δεν αντέχουν τον κατακερματισμό. Γιατί κάθε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα έχουμε ανάγκη να ονειρευτούμε και να χτίσουμε ένα καλύτερο μέλλον κι είναι δικό μας καθήκον, στο ελληνικό κοινοβούλιο, να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις γι’ αυτό.

Η σημερινή συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για το αθλητικό νομοσχέδιο αποκτά υπό αυτό το πρίσμα μια ξεχωριστή σημασία. Μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε ως υπόθεση ρουτίνας, αμφισβητώντας την αξία του. Ή μπορούμε να το δούμε σαν το πρώτο βήμα μιας άλλης πορείας.

Ο αθλητισμός είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα με τα οποία προικίσθηκε η πατρίδα μας. Ένα από τα πιο λαμπρά κεφάλαια του Ελληνικού πολιτισμού. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα αυτή η προίκα θα ήταν πηγή ανάπτυξης. Καθοριστική πηγή ανάδειξης της χώρας. Καθοριστική πηγή επιρροής. Από εδώ εκπορεύονται όλες οι αξίες που επικαλούνται όλοι όσοι ασχολούνται με τον αθλητισμό. Σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Από τον προπονητή μιας μαθητικής ομάδας πόλο στην Κίνα μέχρι τον Νοτιοαφρικανό προπονητή της Εθνικής ομάδας ράγκμπι. Και από τον τελευταίο Ολυμπιονίκη μέχρι και τους ηγέτες του παγκόσμιου αθλητισμού. Όλοι τους επικαλούνται κάθε τι που αυτή η χώρα γέννησε και εκπροσώπησε. Αυτή είναι η κληρονομιά μας.

Αυτήν την προίκα έχουμε να διαχειριστούμε κι αυτήν την προίκα οφείλουμε να την αξιοποιήσουμε:
• Για να αναβαθμίσουμε την ποιότητα της ζωής μας.
• Για να δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας για συμπολίτες μας που σήμερα ψάχνουν δουλειά.
• Για να αλλάξουμε την εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό.

Φέρτε για λίγο στο μυαλό σας το 2004. Οι επιτυχίες του ελληνικού αθλητισμού αντανακλούσαν τότε την αυτοπεποίθηση και την αισιοδοξία μιας κοινωνίας που ήξερε να βάζει στόχους και να τους πετυχαίνει. Και αντίστροφα: εξέπεμπαν σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία το μήνυμα ότι όταν θέτεις ένα κοινό σκοπό και δουλεύεις σκληρά για την επίτευξή του με πίστη, συλλογικότητα κι αλληλεγγύη, μπορείς να πετύχεις τα πάντα.

Ποιος πίστευε, όταν ξεκινούσε το Euro το 2004, ότι η Ελλάδα θα στεφόταν πρωταθλήτρια Ευρώπης; Όλοι στοιχημάτιζαν εις βάρος της. Όπως κάνουν και σήμερα. 150 προς 1. Κι όμως, κατάφερε να πετύχει μία απ’ τις μεγαλύτερες ανατροπές στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού.

Σκεφτείτε όλα όσα έκαναν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας ξεχωριστούς. Τους χιλιάδες εθελοντές. Τους χιλιάδες επισκέπτες. Την περηφάνια των Ελλήνων, τον τρόπο με τον οποίο ολόκληρος ο κόσμος μιλούσε για τη χώρα μας.

Και φέρτε τώρα στο μυαλό σας την εικόνα που παρουσιάζει σήμερα ο ελληνικός αθλητισμός. Τους λόγους για τους οποίους συνήθως γίνεται πρωτοσέλιδο: Βία, διαφθορά, απαξίωση υποδομών και έμψυχου δυναμικού. Πιο πολύ συζητάμε για το ποιος τα έπιασε, ποιος χαπακώθηκε και ποιος οργάνωσε το τελευταίο ραντεβού θανάτου, παρά για όσα και όσους μας κάνουν περήφανους.

Ο ελληνικός αθλητισμός νοσεί. Και νοσεί γιατί αντανακλώνται σ’ αυτόν πολλές από τις παθογένειες της κοινωνίας μας. Αυτό λοιπόν που πρέπει να μας απασχολήσει όλους είναι το πώς θα βάλουμε τέλος σ’ αυτή τη μιζέρια. Και το πώς θα αξιοποιήσουμε το τεράστιο κεφάλαιο που λέγεται «ελληνικός αθλητισμός» για να βγούμε από την κρίση που ζούμε. Ήρθε η ώρα να δούμε τι πρέπει να αλλάξουμε ώστε τα γήπεδα και τα στάδια να ξαναγεμίσουν με οικογένειες. Τι πρέπει να αλλάξουμε ώστε οι ελληνικές ομάδες να γίνουν πηγή επένδυσης και ανάπτυξης. Τι πρέπει να αλλάξουμε ώστε η Ελλάδα να εκπέμπει τις αξίες που κληρονομήσαμε.

Εμείς ερχόμαστε σήμερα να απαντήσουμε σε αυτή την ανάγκη με αυτό το νομοσχέδιο. Θέτοντας τρεις βασικούς στόχους:
• Πρώτον, τη δημιουργία δομών που θα επιτρέψουν τη χάραξη μεσο- και μακροπρόθεσμης πολιτικής για τον ελληνικό αθλητισμό, ώστε να πετύχουμε καλύτερη αξιοποίηση των πόρων, καλύτερη αξιοποίηση των υποδομών και του ανθρώπινου δυναμικού. Μεγαλύτερη προβολή της χώρας.
• Δεύτερον, τον επαναπροσδιορισμό ρόλων, αρμοδιοτήτων και ευθυνών στο χώρο του αθλητισμού, ώστε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικότερα τις παθογένειές του.
• Και τρίτον, την αντιμετώπιση των φαινομένων ατιμωρησίας που έχουν παρατηρηθεί, ώστε να μεγιστοποιήσουμε την προστασία του πολίτη.

Θέλω να ξεκινήσω με το κεφαλαιώδες ζήτημα του σχεδιασμού. Το ότι ο ελληνικός αθλητισμός δεν είναι σήμερα αυτό που θα μπορούσε να είναι, οφείλεται κατεξοχήν στην απουσία στρατηγικής. Ό,τι σχεδιασμός έγινε, έγινε κατά βάση με ορόσημο τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δημιουργήσαμε πρωταθλητές και όχι αθλητές. Οπαδούς και όχι φιλάθλους. Η Πολιτεία δεν μερίμνησε επαρκώς ώστε ό,τι δημιουργήθηκε για τους Ολυμπιακούς (όπως οι υποδομές) ή γεννήθηκε απ’ αυτούς (όπως η τεράστια προβολή της χώρας) να κεφαλαιοποιηθούν και να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Εδώ ερχόμαστε να παρέμβουμε καίρια με το νομοσχέδιο, δημιουργώντας το Εθνικό Συμβούλιο Αθλητικού Σχεδιασμού. Ένα φορέα που θα βοηθήσει την ελληνική Πολιτεία να κάνει επιτέλους αυτό που θα έπρεπε να κάνει σε όλους τους τομείς: να σχεδιάζει και να προγραμματίζει μακροπρόθεσμα και να μην πέφτει στην παγίδα της απλής, καθημερινής διαχείρισης. Εάν είχαμε σωστό σχεδιασμό, πιστεύω θα καταφέρναμε δύο πολύ βασικά πράγματα:
• Πρώτον, να αναβαθμίσουμε την ποιότητα ζωής του κάθε Έλληνα είτε ζει στο κέντρο είτε ζει στην Περιφέρεια.
• Δεύτερον, να κάνουμε τον αθλητισμό πραγματική πηγή οικονομικής ανάπτυξης. Κι αυτό δεν αφορά μόνο τον εμπορικό ή τον επαγγελματικό αθλητισμό. Αφορά όλες τις μορφές αθλητισμού, γύρω από τις οποίες δημιουργείται μια οικονομική δραστηριότητα -από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα.

Αλλά εκτός από το σκέλος της χάραξης στρατηγικής, η Πολιτεία έχει και την υποχρέωση να επαναπροσδιορίζει ρόλους, αρμοδιότητες, ευθύνες και λειτουργίες σε κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής. Κι αυτή ακριβώς είναι η δεύτερη μεγάλη παρέμβαση που κάνουμε μ’ αυτό το νομοσχέδιο.

Ξέρουμε όλοι ότι ένας απ’ τους βασικούς λόγους για τους οποίους ο ελληνικός αθλητισμός δεν είναι αυτό που θα μπορούσε να είναι, είναι οι τρεις μεγάλες μάστιγές του, οι οποίες θα μπορούσα να πω ότι οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην εμπορευματοποίησή του: η βία, το ντόπινγκ και η διαφθορά γενικότερα.

Εδώ θέλω να πω ότι αυτά τα φαινόμενα δυστυχώς μεταλλάσσονται συνεχώς. Η βία σήμερα δεν έχει καμία σχέση με τη βία πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια. Το ντόπινγκ επίσης. Τα συμφέροντα πίσω από το ντόπινγκ είναι πλέον όχι απλά τεράστια αλλά και πολυεθνικά. Το ίδιο ισχύει και για τους στημένους αγώνες. Παλιά θεωρούσαμε ότι ένας στημένος αγώνας ήταν μια συμφωνία ενός ιδιοκτήτη ομάδας με ένα διαιτητή. Εδώ τώρα μιλάμε για ολόκληρα δίκτυα, τα οποία κερδοσκοπούν μέσω του ποδοσφαίρου με τους χειρότερους δυνατούς τρόπους.

Η Πολιτεία διαθέτει τρεις σημαντικούς θεσμούς, τρία σημαντικά εργαλεία για να αντιμετωπίσει αυτά τα φαινόμενα. Ο πρώτος είναι η Διαρκής Επιτροπή Αντιμετώπισης της Βίας. Ο δεύτερος, το Εθνικό Συμβούλιο Καταπολέμησης του Ντόπινγκ. Ο τρίτος, η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού. Εμείς ερχόμαστε και ενδυναμώνουμε και τα τρία, οριοθετώντας τις αρμοδιότητές τους, ενισχύοντας τον ελεγκτικό τους ρόλο αλλά δημιουργώντας και δυνατότητες προληπτικής παρέμβασης, βελτιώνοντας ταυτόχρονα τον τρόπο λειτουργίας τους.

Η ΔΕΑΒ αναμορφώνεται. Ενισχύεται ο συμβουλευτικός της ρόλος, ενώ επιφορτίζεται και με την ευθύνη ετήσιας αξιολόγησης της κατάστασης.

Το ΕΣΚΑΝ χειραφετείται πλέον από τη ΓΓΑ και αποκτά αυτοτελή υπόσταση. Ο νέος Εθνικός Οργανισμός Καταπολέμησης Ντόπινγκ θα έχει ενισχυμένο ελεγκτικό ρόλο και διευρυμένο πεδίο δράσης.

Οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού οριοθετούνται και η ίδια εξοπλίζεται και με τη δυνατότητα προληπτικής παρέμβασης.

Μόνο αν βελτιώσουμε τους θεσμούς και δείξουμε εμπιστοσύνη σ’ αυτούς μπορούμε να ελπίζουμε ως Πολιτεία σε κάτι καλύτερο. Αρκεί όμως αυτό; Προφανώς όχι. Η κοινωνία βοά για την παραβατικότητα που παρατηρείται στο χώρο του αθλητισμού και εν συνεχεία για την ατιμωρησία των παρανομούντων. Η κοινωνία ζητά -όχι ζητά, απαιτεί- δικαιοσύνη. Δημιουργείται η εντύπωση, σε μερικές περιπτώσεις βάσιμα, ότι μπορεί κανείς να παίξει με τους θεσμούς και τις διαδικασίες και να τη «βγάζει καθαρή» ό,τι κι αν κάνει. Μια ευνομούμενη Πολιτεία προφανώς καλείται να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά κι αυτό το ζήτημα, δημιουργώντας ένα πλέγμα κανόνων που θα εξασφαλίσουν τη μέγιστη δυνατή προστασία του πολίτη.

Εδώ γίνεται μια πολυεπίπεδη παρέμβαση με το νομοσχέδιο. Αυστηροποιούμε ποινές όπου χρειάζεται. Δημιουργούμε νέες, εξειδικευμένες μορφές ποινών εκεί που μέχρι σήμερα έλειπαν. Εξοπλίζουμε τις Αρχές με νέα νομικά εργαλεία ώστε να προλάβουμε, όπου είναι δυνατόν, και να καταστείλουμε, όπου είναι αναγκαίο, νέες μορφές παθογένειας. Βελτιώνουμε τις προδιαγραφές ασφαλείας στα γήπεδα. Σας διαβεβαιώ πως με την ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου θα αλλάξουν πολλά –από την ποινική μεταχείριση των θερμοκέφαλων οπαδών μέχρι τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και δρουν οι λέσχες ή οργανώνονται οι μετακινήσεις των φιλάθλων.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Απ’ όλα όσα ανέφερα είναι νομίζω σαφές ότι το νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα δεν είναι η απαρχή μιας πολιτικής στάσης ή διαδικασίας αλλά το επιστέγασμά της. Αποτυπώνει το ρόλο που πιστεύουμε ότι πρέπει να έχει η Πολιτεία αλλά και όλοι εμείς που ασκούμε πολιτική: την ανάγκη για συνολικές παρεμβάσεις με συγκεκριμένα οφέλη για τον πολίτη. Αποτυπώνει και αναδεικνύει τη φιλοσοφία με την οποία δουλέψαμε αυτά τα δυόμισι χρόνια στο ΥΠΠΟΤ. Είναι ένα νομοσχέδιο που προάγει αξίες: τη διαφάνεια, την αξιοκρατία, τη δικαιοσύνη, τις ίσες ευκαιρίες, το σεβασμό στους θεσμούς, την καλύτερη συνεργασία μεταξύ των φορέων. Είναι ένα νομοσχέδιο που θέλει να κλείσει τους λογαριασμούς με το παρελθόν και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Όπως σήμερα καλούμαστε να κάνουμε για ολόκληρη την κοινωνία.

Επιτρέψτε μου να πω ότι σε μια στιγμή πολύ σκληρής αμφισβήτησης του πολιτικού κόσμου και όλων ημών που τον εκπροσωπούμε, ο μόνος τρόπος να ξαναβρεί η πολιτική τη χαμένη της υπόληψη είναι να καταφέρει να απαντήσει στα ζητήματα που θέτει επιτακτικά η ίδια η ζωή. Αυτό ακριβώς ερχόμαστε να κάνουμε σήμερα.

Είχαμε την ευκαιρία, στη μακρά και εποικοδομητική συζήτηση που έγινε στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, να δούμε ένα προς ένα όλα τα θέματα που σχετίζονται μ’ αυτό το νομοσχέδιο. Όπως ακριβώς είχαμε κάνει παλιότερα και με το νομοσχέδιο για τον κινηματογράφο, ακούσαμε με προσοχή τις παρατηρήσεις όλων των συναδέλφων και ενσωματώσαμε τις περισσότερες απ’ αυτές γιατί θέλουμε να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερο και να περάσει με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Τα μόνα ζητήματα στα οποία δεν δεχθήκαμε αλλαγές, είναι τα ζητήματα αρχής. Αυτά είναι για μας αδιαπραγμάτευτα. Γιατί η συνέπεια και η επιμονή σε αξίες είναι αυτά που προσδίδουν αξία στην πολιτική και δίνουν στους πολίτες τη δυνατότητα να αισθανθούν ασφαλείς.

Πολύς λόγος έγινε, λόγου χάρη, για το περίφημο «αυτοδιοίκητο». Θυμάμαι πως, προς το τέλος του περσινού πρωταθλήματος, στο τέλος του περσινού κυπέλλου, ακόμα και το καλοκαίρι, όλοι μας αποδοκίμαζαν για αυτό που έδειχνε να είναι το ελληνικό ποδόσφαιρο. Είμαι σίγουρος ότι δεν ήμουν ο μόνος ο οποίος δέχτηκε επιθέσεις από πολίτες που κουράστηκαν να βλέπουν εξέδρες να παίζουν ξύλο, παιχνίδια να μοιάζουν ή να είναι στημένα, φορείς και θεσμούς να απαξιώνουν διαδικασίες. Όλοι μας έλεγαν ότι πρέπει να κλείσουμε το πρωτάθλημα και να φύγουν οι ελληνικές ομάδες από την Ευρώπη. Προφανώς και δεχθήκαμε ισχυρές πιέσεις. Αλλά με δική μου εισήγηση στον τότε Πρωθυπουργό κρατήσαμε το Πρωτάθλημα ζωντανό. Πήρα ένα σημαντικό προσωπικό ρίσκο. Διότι πίστεψα ότι μπορούμε και πρέπει να κρατήσουμε το ελληνικό ποδόσφαιρο εκεί που οφείλει να είναι. Ανάμεσα στις καλύτερες ευρωπαϊκές οργανώσεις. Και το έκανα προασπίζοντας και σεβόμενος με κάθε τρόπο τους θεσμούς του. Μεταξύ αυτών των θεσμών και το «αυτοδιοίκητο».

Πρέπει όμως να καταλάβουμε όλοι ότι το αυτοδιοίκητο τελειώνει εκεί που αρχίζει το δημόσιο συμφέρον. Κανείς και τίποτα δεν είναι πάνω απ’ αυτό. Κανένα αυτοδιοίκητο δεν μπορεί να γίνεται άσυλο ασυδοσίας και παρανομίας. Όταν ανοίγουν κεφάλια κανείς δεν αναρωτιέται τι λέει για αυτά ο κ. Πλατινί, τι λέει για όλα αυτά ο κ. Πρόεδρος της άλφα ή της βήτα ομάδας. Το μόνο που αναρωτιούνται είναι τι κάνει η Πολιτεία. Και η υποχρέωσή μας μέσα σε αυτό το Κοινοβούλιο είναι πρώτα απέναντι στον Έλληνα Πολίτη, στον Έλληνα αθλητή, στον Έλληνα φίλαθλο, στο ελληνικό ποδόσφαιρο και μετά απέναντι σε οποιονδήποτε διεθνή οργανισμό.

Γι’ αυτό και δεχθήκαμε να συζητήσουμε τα πάντα, αλλά όχι προτάσεις για αλλαγές επί των άρθρων που μας ήρθαν με την επίφαση του αυτοδιοίκητου. Όπως ακριβώς δε διστάσαμε να αξιοποιήσουμε απ’ την πρώτη στιγμή κάθε εργαλείο που είχαμε στα χέρια μας για να καταφέρουμε καίριο πλήγμα στη νοσηρή κατάσταση με την οποία ήρθαμε αντιμέτωποι:
• Επιβάλαμε ρήτρες βίας και διαφάνειας στα συμβόλαια των ομάδων με κρατικούς φορείς.
• Εξασφαλίσαμε από την ΕΠΟ την αυστηροποίηση του πειθαρχικού της δικαίου.
• Συνεργαστήκαμε με άλλα τέσσερα Υπουργεία (το Δικαιοσύνης, το Οικονομικών, το Προστασίας του Πολίτη και το Εσωτερικών) για τη διερεύνηση και αποκάλυψη του μεγαλύτερου σκανδάλου στημένων αγώνων στα ποδοσφαιρικά επαγγελματικά πρωταθλήματα.

Παρά τις πιέσεις και τις απειλές, κι εδώ προχωρήσαμε με αποφασιστικότητα και συνέπεια στις αρχές και τις αξίες μας. Ξέρω πως κάποιοι επλήγησαν απ’ αυτές τις αποφάσεις. Υπήρξαν, παραδείγματος χάρη, ομάδες που δεν πήραν άδεια να παίξουν, γεγονός που προκάλεσε απαγοήτευση ή και θυμό σε κάποιες τοπικές κοινωνίες, σε ανθρώπους που μέχρι πρότινος καμάρωναν γι’ αυτές. Ανθρώπους που αναρωτιούνται γιατί πρώτοι αυτοί να πληρώσουν το τίμημα της αλλαγής. Αλλά αν θέλουμε να ξαναδούμε τον ελληνικό αθλητισμό εκεί που του αξίζει, θα πρέπει να χτίσουμε πάνω σε υγιείς βάσεις. Ή θα πορευθούμε με βάση τις αξίες μας, ή δεν θα πορευθούμε καθόλου. Κι αν αυτό έχει εφήμερο κόστος, έχει και διαχρονική αξία.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Μπορούμε να έχουμε έναν αθλητισμό μίζερο, κλεισμένο σε τέσσερις τοίχους, βουτηγμένο στη βία, τη διαφθορά και τα αναβολικά, που δεν αφορά κανέναν και δεν έχει καμία απολύτως προοπτική. Και μπορούμε να έχουμε έναν αθλητισμό για τον οποίο θα είμαστε περήφανοι, τον οποίο θα μπορούμε να χαιρόμαστε με τις οικογένειές μας στα γήπεδα και τα στάδια και ο οποίος θα αποτελεί τον καλύτερο πρεσβευτή της χώρας μας στο εξωτερικό.

Με το νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για να επικρατήσει το δεύτερο σενάριο. Διορθρώνουμε έναν ολόκληρο τομέα της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, απελευθερώνοντας τις αναπτυξιακές του δυνατότητες. Αυτό που θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα στην ατζέντα κάθε Υπουργείου. Ό,τι εμποδίζει την επίτευξη αυτού του στόχου, πρέπει να βρει τον πολιτικό κόσμο της χώρας και την κοινωνία ενωμένους σαν γροθιά απέναντί του.

Η ελληνική κοινωνία μας παρακολουθεί αυτή τη στιγμή άγρυπνα και θα μας κρίνει όλους πολύ αυστηρά. Πιο αυστηρά από ποτέ. Δεν δικαιούμαστε να αποτύχουμε. Δεν δικαιούμαστε να την απογοητεύσουμε για ακόμα μία φορά. Σας καλώ να ψηφίσουμε αυτό το νομοσχέδιο. Σας καλώ να στείλουμε ένα ηχηρό μήνυμα σε όλους τους Έλληνες πολίτες, που δοκιμάζονται τόσο σκληρά, ότι αυτή τη δύσκολη ώρα είμαστε παρόντες και δουλεύουμε όλοι μαζί για ένα καλύτερο αύριο. Με θάρρος και αποφασιστικότητα απέναντι στα προβλήματα του Έλληνα πολίτη. Ότι πάνω στα αποκαΐδια της δικής μας κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής μπορούμε να βάλουμε τα θεμέλια για ένα καλύτερο αύριο, θέτοντας το κοινό καλό πάνω από τα μικρά και μεγάλα συμφέροντα.

Είμαι βέβαιος ότι όλοι μαζί μπορούμε να κερδίσουμε αυτό το στοίχημα. Διότι πίσω από την μιζέρια της προχθεσινής πραγματικότητας κρύβεται η βαθιά πεποίθηση ότι αυτή η χώρα έχει πολλά να προσφέρει και πολλά να δημιουργήσει. Και σε αυτήν την πεποίθηση καλούμαστε σήμερα να επενδύσουμε.

Σας ευχαριστώ».