-Ο θυμός αλλά και ο πόνος μέσα στην κοινωνία υπάρχουν ακόμη σε μεγάλο βαθμό και δε θα πρέπει να αντιπαρατεθούν με την οποιαδήποτε συζήτηση γίνεται για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Ο πολιτικός κόσμος δεν έχει απομακρυνθεί από την τραγωδία στα Τέμπη, καθώς η κοινωνία είναι ακόμη βαριά πληγωμένη και δεν μπορούμε εύκολα να αλλάξουμε τη συζήτηση και να περιμένουμε πως όλα θα πάνε καλά.

Μέχρι τις εκλογές θα υπάρξει μια κούρσα πλειοδοσίας σχετικά με το ποιο κόμμα θα έδινε περισσότερα χρήματα. Ωστόσο, είναι αρκετά σημαντικό να επικεντρωθούμε στους τρεις λόγους για τους οποίους θα έπρεπε να γίνεται η αύξηση στον κατώτατο μισθό. Ο πρώτος λόγος, είναι η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ο δεύτερος, είναι ότι αυτή η αύξηση θα πρέπει να ανταποκριθεί σε όλες τις αυξήσεις του πληθωρισμού. Ο τρίτος, θα πρέπει να έχει ως στόχο την ενίσχυση της οικονομίας, καθώς όλη αυτή η αύξηση θα πηγαίνει κατευθείαν στην κατανάλωση. Τώρα, ποιο απ’ όλα αυτά έχουμε πετύχει με τη συγκεκριμένη αύξηση του κατώτατου μισθού; Ενδεχομένως, μόνο ένα μικρό κομμάτι στον τρίτο λόγο. Η αύξηση θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερη, διότι οι ανισότητες στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί τρομερά και ο πληθωρισμός έχει ροκανίσει τα εισοδήματα. Το ίδιο έργο είχε «παιχτεί» πάλι από τη Νέα Δημοκρατία το 2007, όταν μιλούσε για σταθερή αλλά και ανοδική πορεία της οικονομίας με τις ευλογίες της Ε.Ε., και τον επόμενο χρόνο, το 2008, η ελληνική οικονομία κατέρρευσε. Επομένως, θέλει πολλή προσοχή το αφήγημα «αυξάνω τον μισθό διότι η οικονομία πάει καλά», καθώς η οικονομία αυτή τη στιγμή δεν πάει καλά.

-Η Βουλή είναι σημαντικό να έχει ενημέρωση από πολλές διαφορετικές πηγές και δε φτάνει να μιλήσει μόνο ένας Υπουργός για το τι έκανε και τι όχι, ώστε να βγει το σχετικό πόρισμα. Άρα, όσο πιο πολύ εμπλουτιστεί η συζήτηση, τόσο καλύτερη δουλειά θα γίνει από τη Βουλή. Θα σας θυμίσω την περίπτωση των υποκλοπών, όπου δεν κλήθηκαν οι άνθρωποι οι οποίοι θα μπορούσαν να μιλήσουν για το θέμα αυτό και το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε ελλιπή γνώση του τι συνέβη.

-Στην τραγωδία των Τεμπών υπάρχει μία καθαρά πολιτική ευθύνη και η συζήτηση για το αν θα είναι ο κ. Καραμανλής υποψήφιος ή όχι στις επόμενες εκλογές, ξεκίνησε πρόωρα. Αν δεν τον έλεγαν «Καραμανλή» και ήταν οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος στη θέση του, δε θα γινόταν η συζήτηση περί υποψηφιότητας. Με δεδομένο αυτό, δεν προκαλεί εντύπωση πώς στην Ελλάδα ένας αχθοφόρος γίνεται σταθμάρχης.

Πολιτικά, την καλύτερη αποτύπωση της ευθύνης που έχει η Κυβέρνηση, την έκανε ο κ. Γεραπετρίτης, όταν υποστήριξε πως σε 1 βδομάδα θα έχει εξασφαλίσει ασφαλείς σιδηροδρόμους και σε 9 μήνες θα έχει λύσει το γενικότερο πρόβλημα του ΟΣΕ. Αυτό σημαίνει, ότι οποιοσδήποτε ήθελε να λύσει τα θέματα ασφάλειας ή ήθελε να λύσει το θέμα του ΟΣΕ, θα μπορούσε να το είχε κάνει. Η Νέα Δημοκρατία, έχοντας κυβερνήσει 4 χρόνια και χωρίς να έχει πράξει τα απαραίτητα και προφανή για την ασφάλεια των πολιτών, ξύπνησε ξαφνικά μετά από τόσους νεκρούς. Πρέπει να αναλάβει πλήρως την ευθύνη, γι’ αυτό που πήγε λάθος. Παλαιότερα, αν και υπήρχε μόνο μία σιδηροδρομική γραμμή στην Ελλάδα και παράλληλα γίνονταν έργα πάνω σε αυτή τη γραμμή, δεν υπήρξαν αντίστοιχα ατυχήματα. Αυτό, οφείλεται στις δικλείδες ασφαλείας που τηρήθηκαν και στο ότι προτεραιότητα ήταν η ασφάλεια των πολιτών. Αντίθετα, σήμερα βλέπουμε ότι η ασφαλής μετακίνηση των πολιτών δεν ήταν η πρώτη προτεραιότητα της Κυβέρνησης.

Υπάρχουν παθογένειες στο ελληνικό σύστημα, διαφορετικά πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί, ότι ένας αχθοφόρος από το Υπουργείο Παιδείας, γίνεται ξαφνικά σταθμάρχης σ’ έναν κομβικό σταθμό; Το πρόβλημα ξεκινά από πάνω και εδώ έρχεται η υπόθεση Καραμανλή. Τον κ. Καραμανλή τον είχαν προετοιμάσει ότι υπάρχει ένας κίνδυνος στους σιδηροδρόμους και παρόλα αυτά, μία βδομάδα πριν το ατύχημα, τον είδαμε να βγαίνει και να κουνά το δάχτυλο στην αντιπολίτευση λέγοντας «πώς τολμάτε να με ρωτάτε;», για να υπερτονίσει την ασφάλεια των τρένων. Η φράση «πώς τολμάτε να με ρωτάτε;» δείχνει έναν άνθρωπο, ο οποίος ή δεν έχει εικόνα της πραγματικότητας, ή καλύπτει τη δική του ανεπάρκεια.

Τα Τέμπη, δείχνουν ξεκάθαρα ότι η ανέλεγκτη εξουσία, είναι κακή εξουσία. Άρα, οποιαδήποτε συνεργασία προκύψει είναι σημαντική, για να υπάρξει έλεγχος στην εξουσία και να μην έχουμε ανθρώπους οι οποίοι νιώθουν παντοδύναμοι και πως μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν μέσα στα Υπουργεία τους. Θα ήταν δύσκολο για οποιοδήποτε κόμμα να συνεργαστεί με έναν Πρωθυπουργό, ο οποίος μέχρι χθες παρακολουθούσε τηλέφωνα, διότι δε θα ξέρουμε, αν η οποιαδήποτε συνεργασία είναι ένα προϊόν πολιτικής σύγκλισης ή ένα προϊόν πίεσης από αυτά τα οποία, ενδεχομένως, ξέρει ο κ. Μητσοτάκης. Τα Τέμπη κάνουν τον κ. Μητσοτάκη, Πρωθυπουργό των Τεμπών, καθώς δημιουργείται ένα στίγμα, το οποίο η Νέα Δημοκρατία πρέπει να το αξιολογήσει και να αναλογιστεί αν είναι δυνατόν να πείσει οποιονδήποτε, κάτω από αυτές τις συνθήκες, να συνεργαστεί μαζί της την επόμενη μέρα.

Παρακάτω μπορείτε να δείτε αποσπάσματα από τη συνέντευξή μου στο «ΕRT NEWS» με τον Απόστολο Μαγγηριάδη:

https://www.youtube.com/watch?v=PkAubwf0rec