«Διεθνής Ημέρα Μνήμης σήμερα για τα Θύματα του Ολοκαυτώματος. Και «Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος».

Πριν ακριβώς 80 χρόνια, την 27η Ιανουαρίου 1945, σοβιετικά στρατεύματα εισήλθαν στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς-Μπιρκενάου, και είδαν με τα μάτια τους ότι η κόλαση είναι έργο ανθρώπου για άνθρωπο.

Μας αρέσει να μιλάμε για Μνήμη σαν να είναι δεδομένη. Δεν είναι. Μας πήρε δεκαετίες να την αποδεχτούμε.

Τιμούμε, σήμερα, και τους Δίκαιους των Εθνών. Εκείνες και εκείνους που, μέσα στον απόλυτο τρόμο, έσωσαν συμπολίτες τους, χωρίς να λογαριάσουν κανέναν φόβο.

Τιμούμε και αυτούς που την πιο σκοτεινή ώρα του ναζισμού, έβαλαν την ανθρωπιά πάνω από οποιονδήποτε φόβο.

Είναι σημαντικό. Είναι και αυτό Μνήμη.

Αλλά υπάρχουν και οι άβολες αλήθειες για τη Μνήμη.

Σε μία συγκλονιστική του ομιλία το 2018, ο αείμνηστος Γιάννης Μπουτάρης, Δήμαρχος τότε Θεσσαλονίκης, είχε πει για τον αφανισμό 60.000 Εβραίων συμπατριωτών μας:

«Ποιοι θρήνησαν το 1945 τους εξαφανισμένους γείτονές τους; Ποια μνημεία στήθηκαν; Ποιες τελετές έγιναν;

Μόνη η κοινότητα, καθημαγμένη και ρακένδυτη πάλευε να ανασυστήσει την ύπαρξή της και να θρηνήσει τους νεκρούς της. Η πόλη, η κοινωνία, η χώρα ολόκληρη, αδιαφόρησαν. Κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους.

Έκαναν πως δεν ήξεραν τι συνέβη, ποιος το έκανε, ποιος βοήθησε, ποιος προστάτευσε όταν άλλοι, πολλοί, γκρέμιζαν, έκαιγαν, έκλεβαν, καταλάμβαναν τον χώρο και τα υπάρχοντα των πολλών απόντων και των λιγοστών παρόντων.

Χρειάστηκε να περάσουν είκοσι περίπου χρόνια, να φτάσουμε στο 1962, για να γίνει ένα μνημείο στη μνήμη των θυμάτων.

Και που έγινε; Μέσα στο νέο εβραϊκό κοιμητήριο, ωσάν το ζήτημα να αφορούσε μόνο συγγενείς και μέλη της εβραϊκής κοινότητας της πόλης.

Έπρεπε να φτάσει το 2004, για να καθιερώσει η Βουλή των Ελλήνων με ψήφισμα, ομόφωνα, την Ημέρα Μνήμης».

Το μάθημα; Και η αδιαφορία, έγκλημα είναι.

Η Μνήμη χρειάζεται δεκαετίες για να κατακτηθεί.

Να γίνει βίωμα. Να πατάξει την χειρότερη αρρώστια στο μυαλό των ανθρώπων: Τα στερεότυπα. Στο μυαλό όλων των ανθρώπων;

Όχι. Η ανθρωπότητα κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, να κοιτάξει κατάματα την χειρότερη εκδοχή της.

Τα ανθρώπινα δικαιώματα γνώρισαν πρωτοφανή εδραίωση και αποδοχή.

Αλλά τα σταγονίδια επέζησαν.

Για να μας θυμίζουν ότι ο πόλεμος απέναντι στη μισαλλοδοξία, τον φασισμό και τους απολογητές του ναζισμού, δεν τελειώνει ποτέ.

Πόσο μάλλον, σήμερα. Σε έναν κόσμο, που γίνεται ολοένα ευκολότερο να μισείς, παρά να θυμάσαι. Να θυμάσαι ότι το μίσος σκοτώνει. Ότι η ανοχή θεριεύει το θηρίο. Και ότι η αδιαφορία, απλά, θα οδηγήσει το θηρίο να χτυπήσει, μια μέρα, και τη δική σου πόρτα.

Συνηθίζουμε αυτήν τη μέρα να κλείνουμε τις ομιλίες μας με σίγουρα συνθήματα, όπως «Ποτέ ξανά», «Δεν ξεχνάμε ποτέ».

Αλήθεια, ποτέ ξανά;

Αλήθεια, δεν ξεχνάμε ποτέ;

80 ακριβώς χρόνια από τότε που συμμαχικά στρατεύματα εισήλθαν στο κολαστήριο του Άουσβιτς-Μπιρκενάου και ποτέ άλλοτε αυτή η Μνήμη δεν κινδύνευε όσο σήμερα.

Κάθε χέρι που υψώνεται ναζιστικά, κάθε σύμβολο μίσους που ζωγραφίζεται, κάθε προσπάθεια να παρουσιαστεί η αλητεία ως μόδα, κάθε λέξη που αποενοχοποιεί τον εφιάλτη, κάθε βανδαλισμός νεκροταφείου ή μνημείου, κάθε εμπρησμός συναγωγής, εκκλησίας ή τεμένους, κάθε φορά που η αξία μιας ανθρώπινης ζωής εκμηδενίζεται, (οπουδήποτε στον κόσμο) επειδή μάθαμε να μισούμε μια θρησκεία, μια καταγωγή, μια εθνικότητα, ένα φύλο, είναι και ένα καρφί στο κορμί της Μνήμης.

Το τέρας της μισαλλοδοξίας δείχνει, ξανά, τα δόντια του. Το σκοτάδι απλώνεται. Ύπουλα. Αλλά σταθερά.

Σήμερα η επίσημη εκδήλωση της Ισραηλιτικής Κοινότητας, στη Μνήμη του Ολοκαυτώματος, γίνεται στο παλιό αμαξοστάσιο, μπροστά σε ένα από τα βαγόνια που μετέφεραν συμπατριώτες μας, στα στρατόπεδα εξόντωσης.

Μπροστά σε αυτήν την εικόνα, έχουμε μόνον μια επιλογή απέναντι στα εκατομμύρια ψυχές που έφυγαν, απέναντι στη Δημοκρατία μας, στην ιστορία του Ελληνισμού, απέναντι στην ίδια μας την υπόσταση ως άνθρωποι:

Να νικάμε, ξανά και ξανά και ξανά, το τέρας. Να νικάμε, ξανά και ξανά και ξανά, τον φασισμό και κάθε φανατισμό.

Κάνοντας τη Μνήμη, όχι μόνο, συνειδητή προσωπική επιλογή. Αλλά καθημερινή, δημόσια πράξη. Απέναντι σε κάθε συνάνθρωπό μας».