Η χώρα χρειάζεται ηγεσία με ενσυναίσθηση, όχι αλαζονεία
Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής – 06.11.2025
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Χθες ήμουν στο Γκύζη. Σε ένα σχολείο, το Τεσσαρακοστό Πρώτο (41ο) Δημοτικό, όπου τμήματα συγχωνεύονται. Όπως και σε πολλά άλλα σχολεία. Έτσι, ξαφνικά. Υπήρχαν πολλές μητέρες και πατέρες θυμωμένοι. Πανό, συνθήματα, ξέρετε. Αλλά με πλησίασε μια μητέρα και με ήρεμη φωνή μου έκανε την εξής ερώτηση: «Γιατί;»
«Γιατί τώρα; Γιατί έτσι; Γιατί εμείς; Δεν βλέπει το Υπουργείο τι τραβάνε αυτά τα παιδιά να αλλάζουν Τρίτη φορά δασκάλα μέσα σε τρεις μήνες;
Προχθές στο γραφείο μου ήρθε ένας υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών. Τον είχα γνωρίσει κατά την διάρκεια της θητείας μου εκεί. Μου είπε: «Παύλο, μετά από πολύ καιρό στο Υπουργείο θα πάρουμε όλοι ένα επίδομα. Όλοι. Εκτός από 15 άτομα. Γιατί;» (Το ενδιαφέρον ήταν ότι δεν ήταν καν ένας από τους 15 που δεν θα το πάρουν.)
Αλλά όσο και αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί αυτή η αψυχολόγητη διάκριση. Γιατί αυτή η αδικία. Ομολογώ ότι ούτε εγώ είχα απάντηση. Σίγουρα θα υπάρχει κάποιο τεχνικό κόλλημα να επικαλεστεί κανείς. Αλλά αυτό δεν το έκανε πιο δίκαιο ή πιο κατανοητό.
Και πριν από τρεις μέρες, το σύνολο των βουλευτών, εξαγριωμένο, τα είχε βάλει με τον αρμόδιο Υπουργό και ένα Golden Boy των ΕΛΤΑ για το κλείσιμο των καταστημάτων. Προσέξτε. Όχι το σύνολο των βουλευτών της Αντιπολίτευσης. Το σύνολο των Βουλευτών. Όλοι. Πράσινοι, ροζ, κόκκινοι, ακόμα και οι μπλε. Όλοι! Με ένα ερώτημα: «Γιατί;» Με τι κριτήρια αποφασίστηκαν αυτά τα κλεισίματα; Σπάνια συγχορδία.
Τρεις μέρες, τρία «Γιατί;»
Για τρεις άκαιρες, αψυχολόγητες, ανεξήγητες πολιτικές κινήσεις που δίνουν την εντύπωση μιας κυβέρνησης που πλέον κινείται με γνώμονα κάθε τι άλλο εκτός από το καλό του πολίτη που εκλέχτηκε να υπηρετεί.
Δεν συμβαίνει κάθε εβδομάδα. Αλλά στην πολιτική μου ζωή, εκείνες τις λίγες φορές που το έχω ζήσει, πίσω από τα πολλά «γιατί;» μαζί υποβόσκει ένα άλλο ερώτημα: Πώς γίνεται μια κυβέρνηση να έχει χάσει τόσο οριστικά, τόσο αμετάκλητα και τόσο καθολικά την επαφή της με την πραγματικότητα;
Την πραγματικότητα του δασκάλου, του γονέα και πάνω από όλα των μαθητών που αλλάζουν τάξη στην μέση του χρόνου
Την πραγματικότητα του δημοσίου υπάλληλου που γίνεται αντικείμενο διακρίσεων.
Την πραγματικότητα ακόμα και ενός βουλευτή της ίδιας της Κυβέρνησης που θα πάει το Σαββατοκύριακο στην περιφέρειά του και θα αντιμετωπίσει τις άγριες αντιδράσεις των ψηφοφόρων του που νιώθουν για μια ακόμη φορά ότι το κεντρικό πολιτικό σύστημα τους εγκαταλείπει.
Την πραγματικότητα γενικά.
Και πίσω από αυτό το ερώτημα υποβόσκει μια διαπίστωση: ότι η χρησιμότητα της Κυβέρνησης έχει παρέλθει. Οι προτεραιότητες της και οι προτεραιότητες της κοινωνίας κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση.
Θα ήταν πολύ απλό για μένα, όπως και κάθε βουλευτή της αντιπολίτευσης, να πάρουμε αυτά τα τρία «γιατί;» και να γράψουμε μια αντιπολιτευτική ομιλία. Για την ανάλγητη κυβέρνηση. Για την αλαζονική κυβέρνηση. Για την κυβέρνηση που πορεύεται χωρίς σχέδιο. Και θα είχαμε κάθε δίκιο να το κάνουμε. Αλλά δεν θα το κάνω διότι αυτό είναι το εύκολο.
Όπως εύκολο θα ήταν να μιλήσω για το γεγονός ότι άλλοι παίρνουν τις αποφάσεις και άλλοι πληρώνουν τη νύφη. Πού ήταν προχθές ο κ. Πιερρακάκης; Πού ήταν ο κ. Χατζηδάκης; Να εισπράξουν τα πυρά των βουλευτών τους όταν αυτοί είναι οι πραγματικά υπεύθυνοι; Τα αγαπημένα παιδιά του κ. Μητσοτάκη ήταν κρυμμένα για να μην τσαλακωθούν.
Ούτε αυτό θα κάνω.
Όπως εύκολο θα ήταν να κάνω αντιπολίτευση στα Golden Boys της κυβέρνησης. Εκείνους τους τάχα μου «άριστους» που θα διοικούσαν με τεχνοκρατική αποτελεσματικότητα τη χώρα, αλλά αποδείχθηκαν πολύ ακριβοί για τη δημόσια τσέπη, και πάνω από όλα άχρηστοι. Ανίκανοι να μοιράσουν δύο γαϊδάρων άχυρα. Ικανοί μόνο για τη δική τους τσέπη.
Ούτε αυτό θα κάνω. Και δεν θα τα κάνω τίποτα από όλα αυτά διότι πιστεύω ότι δεν έχει πλέον νόημα.
Δεν έχει νόημα διότι στο μυαλό του κόσμου ο κ. Μητσοτάκης και αυτή η Κυβέρνηση έχουν τελειώσει. Και το τελευταίο που περιμένει από εμάς ο κόσμος είναι να επαναλαμβάνουμε εδώ μέσα χωρίς παραπάνω σκέψη αυτά που ο ίδιος ο πολίτης συζητάει στο καφενείο.
Περιμένει κάτι παραπάνω.
Αυτό που περιμένει από εμάς ο κόσμος είναι να πούμε τι χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα για να πάει μπροστά. Και πιστεύω ότι αυτό το ερώτημα και πιο δύσκολο είναι, και πιο ουσιαστικό. Εξαιρετικός μπούσουλας για να δώσει κανείς απάντηση είναι τα τρία «Γιατί;»
Ας πάρουμε τα ΕΛΤΑ.
Όταν κλείνει ένα κατάστημα ΕΛΤΑ σε ένα χωριό της Ηπείρου ή σε ένα νησί του Αιγαίου, δεν κλείνει απλώς ένα ταχυδρομείο. Κλείνει ένα παράθυρο του κράτους προς τον πολίτη. Κάθε τέτοιο κατάστημα είναι ένα κομμάτι κοινωνικής συνοχής. Και όταν κλείνει, κάτι βαθύτερο διαλύεται. Διαλύεται η εμπιστοσύνη του πολίτη ότι το κράτος υπάρχει και για εκείνον.
Γι’ αυτό το θέμα των ΕΛΤΑ δεν είναι τεχνικό, δεν είναι ζήτημα τεχνοκρατικής αναδιάρθρωσης. Είναι ζήτημα πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό. Είναι ζήτημα προτεραιοτήτων. Ποιον υπηρετεί το κράτος, Ποιος ωφελείται από τις μεταρρυθμίσεις και ποιος πληρώνει το τίμημα των επιλογών.
Και κάθε κλείσιμο ΕΛΤΑ, τράπεζας, πανεπιστημίου, σηματοδοτεί ότι αυτή η γωνιά της πατρίδας μας δεν ενδιαφέρει πια το πολιτικό σύστημα.
Το σίγουρο είναι ότι δεν γίνεται να κλαίμε για το δημογραφικό και την ερήμωση της περιφέρειας και την ίδια ώρα να κλείνουν τα πάντα στην περιφέρεια. Να εξαφανίζεται η παρουσία του κράτους. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε. Και να το κάνουμε με σωστό τρόπο. Αυτά δεν είναι νουμεράκια στο excelάκι ενός Golden Boy. Που παρεμπιπτόντως πληρώνει και εκατομμύρια σε συμβούλους να του πουν τι να κάνει. Είναι βαθύτατες πολιτικές επιλογές.
Έτσι και σε ένα σχολείο, η συγχώνευση μιας τάξης δεν αφορά μόνο το κόστος στο κράτος. Αφορά την άποψή μας για την παιδεία, την ψυχολογία, την ανάπτυξη ενός νέου ανθρώπου που θα γίνει πολίτης. Που αύριο θέλουμε να μείνει στη χώρα και να δημιουργήσει. Αναρωτηθήκατε γιατί φεύγουν αυτά τα παιδιά; Είναι τα λεφτά;
Αυτό είναι το λιγότερο. Το βασικό είναι ότι στο εξωτερικό μπορούν να βρουν ένα κράτος που τους σέβεται. Δεν θα τους φέρουμε πίσω με επιδόματα. Θα τους φέρουμε πίσω όταν σοβαρευτούμε και βάλουμε τις δικές τους ανάγκες πρώτες στην δική μας λίστα προτεραιοτήτων. Και όταν 15 από εκατοντάδες υπαλλήλους δεν παίρνουν ένα επίδομα δεν είναι απλά μια συντεχνιακή αδικία. Είναι μια κατάφορη επιβεβαίωση ότι για να ακουστείς πρέπει να ξέρεις κάποιον στο Μαξίμου.
(Από αυτό το επίδομα είχαν εξαιρεθεί και οι κλητήρες. Αλλά οι άνθρωποι βρήκαν κάποιον γνωστό γνωστού και το πήραν.) Οι 15 απλά δεν είχαν πρόσβαση.
Και στην Ελλάδα του κ. Μητσοτάκη όταν δεν έχεις πρόσβαση δεν έχεις υπόσταση.
Η αξία του πολίτη προσδιορίζεται από τον ποιον ξέρεις και όχι τι προσφέρεις στον τόπο.
Σήμερα λοιπόν, αν σκοπός μας είναι να αλλάξουμε αυτές τις παθογένειες που η Κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αναγάγει σε πολιτική φιλοσοφία, θα πρέπει να πούμε ποιος πρέπει να είναι ο πυρήνας της διακυβέρνησης που χρειάζεται η χώρα. Που έχει ανάγκη η κοινωνία. Και η απάντηση είναι πέντε λέξεις, πέντε δικαιώματα για κάθε πολίτη:
Το δικαίωμα στην Ισότητα απέναντι στο νόμο και το κράτος.
Το δικαίωμα στην Συμμετοχή στις αποφάσεις.
Το δικαίωμα να Προοδεύουμε ατομικά και συλλογικά μέσα από την παιδεία και τον πολιτισμό.
Το δικαίωμα στην Ασφάλεια, ώστε προγραμματίζουμε το μέλλον μας χωρίς αψυχολόγητες εκπλήξεις
Και το δικαίωμα στην Δημιουργία κοινωνικού, πολιτισμικού και οικονομικού πλούτου.
Κάθε τι που κάνουμε ως πολιτικό σύστημα μπορεί να φέρει τα αποτελέσματα που θέλουμε, αν υπηρετεί ένα η παραπάνω από αυτά τα δικαιώματα. Τα έχω αναλύσει σε κείμενα μου στο παρελθόν και δεν θα σας κουράσω τώρα. Αλλά αν θέλουμε να υπηρετήσουμε αυτά τα δικαιώματα του πολίτη πρέπει τώρα να αλλάξουμε πολιτική ρότα και νοοτροπία. Τώρα και παντού.
Γιατί η ελληνική κοινωνία δεν έχει ανάγκη από μία εξουσία που της κουνάει το δάχτυλο. Έχει ανάγκη από κυβέρνηση που πρώτη δίνει το παράδειγμα. Ζητάει σεβασμό στη Δικαιοσύνη, στους θεσμούς. Πρώτη τους σέβεται. Μιλάει για αξιοκρατία, αξιολόγηση. Πρώτη τα εφαρμόζει.
Αξιοκρατία σε κάθε διορισμό που κάνει. Αξιολόγηση πρώτα κάθε υπεύθυνου που η ίδια διορίζει.
Η χώρα δεν έχει ανάγκη από εξουσιομανείς αυτοαποκαλούμενους «άριστους» που υποφέρουν από ανίατη αλαζονεία μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου.
Αλλά από μια επανάσταση αποσυγκέντρωσης της εξουσίας προς τις τοπικές κοινωνίες. Όσο πιο κοντά στον πολίτη γίνεται.
Με μία ηγεσία που εμπιστεύεται πραγματική εξουσία σε πολύ περισσότερους παίκτες, σε όλη την Ελλάδα, με τον αντίστοιχο έλεγχο, με την απαραίτητη λογοδοσία.
Ώστε να ανταγωνίζεται η κάθε εξουσία με την άλλη και να ελέγχεται από τον πολίτη.
Η Δημοκρατία αύριο ή θα είναι λαϊκή, συμμετοχική, ουσιαστική, ή θα σβήσει.
Τέλος, η ηγεσία σε τούτο τον τόπο οφείλει να μετράει τα λόγια της. Να πολιτεύεται με αξιοπιστία και να σέβεται την αξιοπρέπεια του κάθε πολίτη. Να εννοεί αυτά που λέει και να λέει αυτά που εννοεί. Να νιώθει τι σημαίνει μέτρο.
Να αφήσουμε πίσω, για πάντα, αυτή την εξοντωτική αλαζονεία στην εξουσία που ζούμε σήμερα. Ενσυναίσθηση χρειάζεται η εξουσία. Όχι αλαζονεία.
Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μιας κυβέρνησης πρέπει να παράγουν ένα σχέδιο που ο κόσμος μπορεί να εμπιστευτεί. Και εκεί εστιάζεται η ουσιαστική διαφορά μεταξύ του νομοσχεδίου που ψηφίζεται σήμερα και του σχεδίου που παρουσίασε το ΠΑΣΟΚ και ο Πρόεδρος μας στη Θεσσαλονίκη: Το δικό σας σχέδιο είναι επιδόματα και ημίμετρα. Για όσους ξέρετε, για όσους σέβεστε, για όσους θέλετε πελάτες.
Το δικό μας μιλάει για δυνατότητες για όλους. Είναι σχέδιο για την κοινωνία. Σχέδιο για να πάμε μπροστά. Μαζί. Σχέδιο που αφορά κάθε πτυχή της κοινωνικής, οικονομικής και διοικητικής διάρθρωση της χώρας. Που μιλάει για επανάσταση φορολογικής δικαιοσύνης και όχι φορολογικά ημίμετρα.
Είναι ένα σχέδιο που δεν ήρθε να υπηρετήσει κάποιους αλλά όλους σε μια πορεία συλλογικής προόδου της κοινωνίας.
Καλά λοιπόν τα επιδόματα κυρίες και κύριοι συνάδελφοι και πολλά θα τα ψηφίσουμε. Αλλά μην έχετε αυταπάτες. Η χώρα χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας στην εξουσία που εσείς δεν μπορείτε καν να διαισθανθείτε.
Η χώρα χρειάζεται σχέδιο που εσείς δεν μπορείτε να εκπονήσετε.
Και η χώρα χρειάζεται μεγάλες μεταρρυθμίσεις που εσείς δεν θέλετε να κάνετε.
Δώστε λοιπόν τα επιδόματα αλλά μην έχετε αυταπάτες ότι αρκούν για να σωθείτε.