Για την Ελλάδα που μας αφορά όλους
Άρθρο στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» του Βήματος – 21.12.2025
Στη συζήτηση του προϋπολογισμού για το 2026 αναδείξαμε την τρομακτική αντίθεση μεταξύ του σημαντικού – για τις πολύχρονες θυσίες των Ελλήνων – συμβολισμού της εκλογής Έλληνα Υπουργού Οικονομικών ως επικεφαλής του Eurogroup και, ακριβώς την ίδια μέρα, της εξοργιστικής απαξίωσης του ελληνικού κοινοβουλίου από μάρτυρα στην Εξεταστική Επιτροπή για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, με τις πλάτες της κυβέρνησης.
Η αντίθεση αυτή ήταν θλιβερό αλλά χαρακτηριστικότατο παράδειγμα μίας ευρύτερης παθογένειας που τη συναντάμε παντού. Το ερώτημα «γιατί υπάρχουν δύο Ελλάδες;» είναι στη σκέψη όλων μας. Η απάντηση είναι απλή: είναι θέμα ηγεσίας. Ο κ. Μητσοτάκης πιστεύει στις δύο Ελλάδες. Αναδεικνύει και επενδύει σε ό,τι πιστεύει ότι πάει καλά. Αρνείται να ασχοληθεί, κρύβει, και βάζει κάτω από το χαλί ό,τι δεν θέλει να αντιμετωπίσει. Ή το αξιοποιεί προς όφελος του.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησής του, και στον προϋπολογισμό του 2026, το αποτυπώνει καθαρά. Μιλά για ανάπτυξη, αλλά αρνείται να δει ότι ξόδεψε πρωτοφανή αριθμό χρημάτων μέσα σε μία εξαετία με πενιχρό αποτύπωμα στην κοινωνία και δεν απαντά στο τι θα συμβεί όταν στερέψει το Ταμείο Ανάκαμψης. Μιλά για φορολογικές μειώσεις, αλλά σιωπά για τη βαριά εξάρτηση από έμμεσους φόρους που πλήττουν δυσανάλογα τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα. Μιλά για πλεονάσματα, αλλά αποφεύγει να εξηγήσει γιατί αυτά παράγονται από πολίτες που χάνουν διαρκώς αγοραστική δύναμη. Μιλά για επενδύσεις, αλλά αφήνει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις παγιδευμένες σε γραφειοκρατία και αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση.
Το ίδιο μοντέλο εφαρμόζεται και στους θεσμούς. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει εμπεδώσει μια λογική «των μέσα» και «των έξω». Εκείνων που έχουν πρόσβαση στο σύστημα εξουσίας, και εκείνων που ψάχνουν πρόσβαση, για να βρουν το δίκιο τους. Στην Ελλάδα των προνομιούχων και την Ελλάδα των μη προνομιούχων. Μιλάει για μία Ελλάδα που επιστρέφει στην ευρωπαϊκή «κανονικότητα», αλλά κρύβει ότι οι θεσμοί μας διασύρονται καθημερινά – και χωρίς αυτούς δεν υπάρχει καμία ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Τις «δύο Ελλάδες», δεν τις δημιουργούν οι Ελληνίδες και οι Έλληνες. Τις δημιουργεί το κράτος. Η λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Και όταν στο τιμόνι έχει έναν Πρωθυπουργό που πιστεύει στις δύο Ελλάδες, αυτό θα φτιάξει. Δεν είναι τυχαίο ότι λίγες μέρες μετά ο πρωθυπουργός χρησιμοποίησε την ίδια ακριβώς αντίθεση που είχαμε αναδείξει στη Βουλή και είπε: «Ξέρω με ποια Ελλάδα είμαι και για ποια Ελλάδα αγωνίζομαι». Όχι, δεν ξέρει. Και αρνείται να παραδεχτεί ότι όλες οι παθογένειες που μας ταλανίζουν έχουν πλέον και τη δική του υπογραφή.
Η Ελλάδα χρειάζεται στο τιμόνι της μία Παράταξη που πιστεύει βαθιά ότι μία είναι η Ελλάδα. Διότι τότε βλέπεις αλλιώς τι πρέπει να διορθώσεις. Αντί να διχάζεις, θέτεις κοινούς στόχους, αντί να διαχειρίζεσαι, μεταρρυθμίζεις, αντί να κρύβεσαι και να κρύβεις, κοιτάς τα προβλήματα κατάματα και αντί να τα αφήνεις όλα ίδια, τα αλλάζεις όλα. Ξεκινώντας από το κράτος και πώς υπηρετεί τον πολίτη. Μόνο έτσι η θεωρία των δύο Ελλάδων, θα πάει σπίτι της. Και θα ανατείλει η μία Ελλάδα που αξιοποιεί ό,τι υπέροχο έχει και αντιμετωπίζει τις χρόνιες παθογένειες της. Αυτή που δεν αφήνει κανέναν πίσω. Η μία Ελλάδα που μας αφορά όλους.