«Ευκαιρία επανεκκίνησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής η επόμενη Ελληνική Προεδρία στην ΕΕ»
Ομιλία στην Ολομέλεια της Βουλής – 18.11.2025
Σήμερα, η χώρα μας ξεκινάει μια σημαντική διαδικασία που θα καταλήξει με την Ελλάδα να προεδρεύει στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μία Προεδρία που, όπως έχει δείξει η Ιστορία, μπορεί να έχει μεγάλη σημασία. Και για το κράτος – μέλος που την ασκεί, και για την Ευρώπη. Αν κάνουμε τις σωστές κινήσεις και την σωστή προετοιμασία. Πριν ξεκινήσουμε λοιπόν καλό είναι να συμφωνήσουμε σε κάποιες κοινές παραδοχές:
Πρώτον, δεν ξέρουμε με ποια Κυβέρνηση θα προεδρεύσει η Ελλάδα. Πριν την Προεδρία θα προηγηθούν εθνικές εκλογές.
Δεύτερον, όποια και αν είναι η Κυβέρνηση, η Προεδρία μας θα κριθεί από το κατά πόσο η χώρα μας θα αφήσει το στίγμα της στην Ένωση. Πετυχημένες προεδρίες είναι αυτές που προώθησαν την ευρωπαϊκή ιδέα.
Και τρίτον, για να κριθεί θετικά το στίγμα μας, θα πρέπει ο στόχος της Προεδρίας να υπηρετηθεί με συνέπεια και από την κυβέρνηση που θα την προετοιμάσει και από την κυβέρνηση που θα προεδρεύσει. Αυτό σημαίνει στοιχειώδη υπερκομματική συνεργασία.
Άρα, μια πετυχημένη Προεδρία απαιτεί να συμφωνήσουμε όλοι μας τι Ευρώπη θέλουμε, ποιος είναι ο ρόλος της Ελλάδας μέσα σε αυτήν και πώς θα πετύχουμε τον ρόλο που διεκδικούμε. Από τώρα.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, μαθαίνοντας από όσα έχουμε ζήσει. Κάθε ελληνική Προεδρία έχει συνδεθεί στο παρελθόν με κομβικές στιγμές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και έχει αφήσει το στίγμα της.
Η πρώτη, το δεύτερο εξάμηνο του 1983, συνδέθηκε με τις ιστορικές μάχες της Ελλάδας και του Ανδρέα Παπανδρέου για μία ΕΟΚ με περισσότερη αλληλεγγύη, δικαιοσύνη και συνοχή. Στόχοι ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη της Ένωσης. Οφείλουμε να τους ξαναφέρουμε στο προσκήνιο.
Η δεύτερη ελληνική Προεδρία, το δεύτερο εξάμηνο του 1988, συνδέθηκε με μία εποχή κοσμογονίας στον ευρωπαϊκό χώρο, μέσα από την ολοκλήρωση της Ενοποιημένης Εσωτερικής Αγοράς και την εμβάθυνση τόσο των πολιτικών συνοχής, όσο και της κοινωνικής διάστασης της Κοινότητας.
Πιστεύουμε σε μια Ένωση που ολοκληρώνεται θεσμικά για να υπηρετεί καλύτερα τον κάθε πολίτη και τις κοινωνίες μας. Αυτό οφείλουμε να κάνουμε σε μια Ευρώπη που σήμερα αρνείται τον λόγο ύπαρξής της.
Η τρίτη ελληνική Προεδρία, το πρώτο εξάμηνο του 1994, συνδέθηκε με την ίδρυση του Ταμείου Συνοχής και την ολοκλήρωση της ένταξης της Αυστρίας, της Φινλανδίας και της Σουηδίας, με την Ελλάδα να προωθεί την ευρωπαϊκή διεύρυνση προς τη νότια και ανατολική Ευρώπη.
Ενώ είχε ήδη δρομολογηθεί η περίτεχνη, κοπιώδης, αλλά αδιαπραγμάτευτη εθνική στρατηγική της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Θέλει μαεστρία ώστε τα συμφέροντα της Ελλάδας να ταυτίζονται με της Ένωσης και της Ένωσης με της Ελλάδας. Σε όλα τα επίπεδα.
Η τέταρτη ελληνική Προεδρία, το πρώτο εξάμηνο του 2003, την οποία είχα τη τύχη να ζήσω από κοντά, αποτέλεσε μία σημαντική παρακαταθήκη για τη χώρα μας. Από την παρουσίαση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος μέχρι την περίτεχνη και αποφασιστική, για την ευρωπαϊκή συνοχή, στάση της Ελλάδας στον δεύτερο πόλεμο στο Ιράκ, και από την Ατζέντα της Θεσσαλονίκης για τα Δυτικά Βαλκάνια μέχρι την ένταξη 10 νέων κρατών μελών, η τέταρτη ελληνική προεδρία συνδέθηκε με μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της Ελλάδας στον ενωσιακό πυρήνα. Κορύφωση; η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, παρά την συνεχιζόμενη κατοχή και τις απειλές της Τουρκίας. Το μεγαλύτερο επίτευγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής τις τελευταίες δεκαετίες.
Οι γεωπολιτικές μας ιδιαιτερότητες δεν αντέχουν μακριά από τον πυρήνα της Ευρώπης. Η Ελλάδα ή θα βρίσκεται στο κέντρο της Ένωσης ή δεν έχει νόημα να είναι μέλος της.
Η πέμπτη ελληνική προεδρία, το πρώτο εξάμηνο του 2014, έμεινε και αυτή στην Ιστορία για τον λιτό, απλό και άκρως αποτελεσματικό χαρακτήρα της. Παρά τον ασφυκτικό προϋπολογισμό λόγω της κρίσης, δείξαμε πώς η εμπειρία, η συνεργασία και το φιλότιμο μπορούν να συνεργαστούν για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, επιβεβαιώνοντας με τον καλύτερο τρόπο ότι η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, η Ελλάδα πρέπει και μπορεί να πρωτοστατεί στο κοινό Ευρωπαϊκό μέλλον.
Με λίγα λόγια, κάθε Ελληνική Προεδρία μέχρι σήμερα αναβάθμισε τον ρόλο της χώρας μας ως μια χώρα που θέλει και μπορεί να παίξει ενεργό ρόλο στο μέλλον της Ένωσης και μιας χώρας που και έχει άποψη και την προωθεί στη διαμόρφωσή της ως μια ένωση δημοκρατίας, ισότητας και αλληλεγγύης. Όποιες δυσκολίες κι αν αντιμετωπίζουμε εσωτερικά ή διεθνώς. Αυτό οφείλουμε να κάνουμε και σήμερα.
Η επόμενη ελληνική Προεδρία λοιπόν αποτελεί για όλους μας μια ακόμα μεγάλη ευκαιρία. Σε μια εποχή που η Ένωση βολοδέρνει, σε μία εποχή που ακούγονται όλο και πιο συχνά σενάρια αποσύνθεσης, η Ελλάδα οφείλει να τη δυναμώσει προς την κατεύθυνση εμβάθυνσης της ολοκλήρωσης, εμβάθυνσης της Δημοκρατίας, εμβάθυνσης όλων των στοιχείων που θα κάνουν ξανά την Ένωση πρωταγωνίστρια διεθνώς, πρωταγωνίστρια στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, πρωταγωνίστρια στο μέλλον.
Αυτό έκανε κάθε προηγούμενη ελληνική Προεδρία. Αυτό οφείλει να κάνει και η έκτη.
Και οφείλει να το κάνει καθώς κρίνονται κρίσιμες αποφάσεις για την ασφάλεια, την εξωτερική πολιτική, την κοινωνική συνοχή, την ανταγωνιστικότητα, το περιβάλλον, την επισιτιστική επάρκεια, τα χρηματοδοτικά εργαλεία, την διαφύλαξη των ταμείων συνοχής, τη νέα ΚΑΠ, σε έναν κόσμο που κινείται στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση από το πλαίσιο αρχών και αξιών της Ένωσης.
Αυτό σημαίνει στοιχειώδη σχεδιασμό και συντονισμό με τις χώρες που θα προηγηθούν της δικής μας προεδρίας όπως η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Λιθουανία. Καθώς και με την Ιταλία που θα ακολουθήσει:
Για να μπορέσει η χώρα μας να αντεπεξέλθει σε αυτή την απαιτητική ατζέντα η Ελληνική Προεδρία θα πρέπει να σημάνει από τώρα την επανεκκίνηση της πολυεπίπεδης, ενεργητικής, εξωτερικής πολιτικής που είχε εκτοξεύσει το κύρος της χώρας τις προηγούμενες δεκαετίες.
Θα κωδικοποιούσα την επιδιωκόμενη επανεκκίνηση σε 3 βασικές αρχές.
Πρώτον: Ελλάδα, γέφυρα συνεννόησης, γέφυρα δικαίου.
Η Ελλάδα ήταν, είναι και πρέπει να παραμείνει υπηρέτης του διεθνούς δικαίου. Αυτό είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα, η ταυτότητά μας. Δεν αρκεί όμως να την επιδεικνύουμε. Πρέπει να την προωθούμε με κάθε μας πράξη. Έχουμε την ιστορία, τον πολιτισμό, την εμπειρία και την αξιοπιστία να μιλάμε με τους πάντες. Ακόμα και με αυτούς που γνωρίζουν ότι είμαστε απέναντι. Διότι και μας θέλουνε και θέλουμε να είμαστε μέρος της λύσης.
Έτσι μεγιστοποιήσαμε την αξία μας μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο παρελθόν. Έτσι θα το κάνουμε και στο μέλλον. Λειτουργώντας ενεργά ως ο έντιμος και ακούραστος διαμεσολαβητής και όχι απλά παρακολουθώντας τις εξελίξεις. Λειτουργώντας ως γέφυρα και όχι ως σύνορο της Ευρώπης με τον γύρω κόσμο.
Δεύτερον: Ελλάδα, με αδιάσπαστο εσωτερικό μέτωπο και εθνική συνεννόηση εξαρχής και στα βασικά.
Η επανεκκίνηση μίας πολύ-επίπεδης και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής προϋποθέτει αδιάσπαστο εσωτερικό μέτωπο. Το μάθημα από τις καλύτερες πρακτικές αλλά και από τα λάθη του παρελθόντος, είναι σαφές: Στοιχειώδης πολιτική ενσυναίσθηση επιβάλλει πλέον να μην εμπλέκεται η εξωτερική πολιτική με εσωτερικές σκοπιμότητες. Η εθνική συνεννόηση είναι πρωτίστως δουλειά εκείνου που ηγείται της χώρας.
Και τρίτον: Ελλάδα, πρωταγωνίστρια στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.
Όσοι έχουμε ζήσει τα ευρωπαϊκά όργανα, ξέρουμε ότι η ισχύς κάθε κράτους μέλους έχει δύο πηγές: μέγεθος και παρουσία. Μικρές και μεσαίες χώρες έχουν καταφέρει στο παρελθόν να διαδραματίσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση ρόλο που υπερβαίνει κατά πολύ το όποιο μέγεθός τους. Το έχουμε κάνει και εμείς. Και πρέπει να το κάνουμε ξανά. Αλλά αυτή είναι δουλειά μυρμηγκιού.
Υπήρξε εποχή που η Ελλάδα πρωταγωνιστούσε στην εξεύρεση λύσεων ακόμα και σε κάθε προπαρασκευαστικό όργανο του Συμβουλίου της Ε.Ε. Εκεί πρέπει να ξαναγυρίσουμε.
Ο πήχης είναι πολύ ψηλά και η ατζέντα είναι εξαιρετικά απαιτητική. Για αυτό επαναφέρω την πρόταση μου για ένα συμβούλιο σοφών, όλων των πρώην Πρωθυπουργών και Υπουργών Εξωτερικών που χειρίστηκαν Προεδρίες και την προετοιμασία τους. Ιδανικά υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που θα προσδώσει κύρος και στο Συμβούλιο και στο θεσμό (αντί να ασχολείται με δημοσκοπήσεις)
Το έχω ξαναπεί: Στην απρόβλεπτη σύγχρονη διεθνή σκακιέρα οι μόνες επιλογές που προσφέρονται σε ένα κράτος είναι ηγήσου, ακολούθα ή βγες από την μέση. Και εμείς λέμε, χωρίς καμία δόση μικρομεγαλισμού, αλλά επειδή έχουμε δει τι μπορεί να κάνει η χώρα μας με σχέδιο και σκληρή δουλειά: Τώρα είναι η ώρα η Ελλάδα να ηγηθεί, να πάρει θέση.
Είναι η μόνη επιλογή που και μας ταιριάζει και μπορεί να μας δώσει προστιθέμενη αξία. Να ηγηθούμε για μία Ευρώπη αρχών και αξιών. Εμβάθυνσης της συνεργασίας. Εμβάθυνσης της Δημοκρατίας. Εμβάθυνσης της ολοκλήρωσης.
Αλλά πρόκειται για δύσκολη επιλογή. Τη δυσκολότερη όλων. Επιλογή όμως που θα κάνει τη φωνή μας να ακουστεί. Φωνή δικαίου και σύνθεσης σε έναν κόσμο που μπορεί τώρα να βυθίζεται στον αναθεωρητισμό και τον παραλογισμό, αλλά γρήγορα θα αναζητήσει σταθερές.
Τώρα είναι η ώρα για μια Ευρώπη που δεν θα γίνει ακολούθημα του σκότους, αλλά φάρος της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας και της Ισότητας των πολιτών και των πολιτισμών. Ας συμφωνήσουμε σε αυτή την ατζέντα τώρα. Και σας διαβεβαιώνω ότι η επόμενη προεδρία μπορεί να γίνει το εφαλτήριο και μιας σύγχρονης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και μιας νέας πολιτικής για την Ευρώπη των Λαών όπως την οραματιστήκαμε στο παρελθόν.
Σας ευχαριστώ.