Η ποιότητα της Δημοκρατίας εξαρτάται από την ποιότητα του διαλόγου που οδηγεί ένα πολιτικό σώμα σε αποφάσεις. Η ποιότητα της γραφειοκρατίας εξαρτάται από την ταχύτητα και την αποτελεσματικότητα με την οποία ανταποκρίνεται ένας φορέας του Δημοσίου στις ανάγκες των πολιτών. Η εσκεμμένη ή ακούσια σύγχυση των δύο οδηγεί στον αυταρχισμό.

Κανένα σώμα δεν το ζει αυτό πιο γλαφυρά από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Η απόλυτη εξουσία Κυβέρνησης και Υπουργών οδηγεί σε διαδικασίες κατ’ επείγοντος, σε βιαστικά και κακογραμμένα νομοσχέδια, σε τροπολογίες τελευταίας στιγμής, σε κενά, επικαλύψεις και αντιφάσεις και σε τυφλή κομματική πειθαρχία. Στο όνομα της ταχύτητας η λειτουργία του σημαντικότερου δημοκρατικού θεσμού μπαίνει σε δεύτερη μοίρα μπροστά σε άλλες προτεραιότητες.

Οι δικαιολογίες είναι άφθονες: «Δεν περιμένουν οι ξένες αγορές το Ελληνικό Κοινοβούλιο», «Αν ανοίξεις αυτή τη συζήτηση δε θα γίνει ποτέ τίποτα», «Έλα μωρέ τώρα, τι να μας πει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ;» (όπου ΑΝΤΑΡΣΥΑ πολλοί μικροί και μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί ή κοινωνικές ομάδες), «Δεν προλαβαίνουμε τις προθεσμίες», κλπ.

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, έχοντας εγκαταλείψει το δύσκολο έργο της επιτάχυνσης της γραφειοκρατίας, που απαιτεί δουλειά και πολιτικό κόστος, έχει προσφύγει στην εύκολη λύση της έκπτωσης της Δημοκρατίας. Η πραγματικότητα είναι ότι ελάχιστοι δημόσιοι λειτουργοί έχουν λιγότερη εξουσία από τους εκλεγμένους βουλευτές της πλειοψηφίας και ελάχιστες προσπάθειες αναβάθμισης του Κοινοβουλίου ξεκινούν με την αναβάθμιση του ρόλου των εκπροσώπων του Ελληνικού Λαού. Η δε τελευταία χρονολογείται από το 2010 και την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Έκτοτε ουδέν. Κανείς δεν ασχολείται με την κατάργηση των τροπολογιών της τελευταίας στιγμής ή με την πραγματική, ηλεκτρονική και κοινωνική, διαβούλευση.

Διαβάστε εδώ ολόκληρο το άρθρο.